«Ήμουν ξύπνιος επί 27 ώρες και πραγματικά εξουθενωμένος, αλλά τα νέα πλημμύρισαν με αδρεναλίνη στο κορμί μου με τρόπο που δεν είχα νιώσει ξανά στο παρελθόν», γράφει στο βιβλίο ο Nixon.
«Μία ομάδα των Ειδικών Δυνάμεων που καταδίωκε τον άνδρα που αποκαλούσαμε “Νούμερο 1 στόχο” είχε τραβήξει κάποιον από μία τρύπα στο έδαφος. Έμοιαζε με την περιγραφή.
Και τα αφεντικά μου στη CIA πίεζαν εμένα, τον ειδικό. Θα μπορούσε αυτός ο εύσωμος, απεριποίητος άνδρας να είναι στ’ αλήθεια ο Σαντάμ Χουσεϊν, ο αδίστακτος δικτάτορας του Ιράκ; Ο νούμερο ένα καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο;»
«Ήταν 13 Δεκεμβρίου του 2003, και βρισκόμουν στο Ιράκ για οκτώ εβδομάδες. Ένας αναλυτής της CIA που έψαχνε για στοιχεία που ίσως μας οδηγούσαν στον Σαντάμ και τους μπράβους του. Τότε ήταν που κλήθηκαν να συναντήσω τον Buzzy Krongard, τον εκτελεστικό διευθυντή της CIA.
Τα αμερικανικά στρατεύματα που έψαχναν κοντά στο σπίτι του Σαντάμ στο Tikrit, βρήκαν έναν μεγάλο γενειοφόρο άνδρα κρυμμένο σε ένα μικρό καταφύγιο.»
«Τους είπα για τα tribal τατουάζ στο δεξί χέρι και τον δεξιό καρπό του Σαντάμ, την ουλή από μια σφαίρα στο αριστερό του πόδι και πως το κάτω χείλος του έτεινε να “πέφτει” προς τη μία πλευρά, κάτι που είχα διακρίνει μετά από μελέτη βιντεοκασετών.»
Ο Krongard με διέκοψε: “Πρέπει να βεβαιωθείτε ότι αυτός είναι ο Σαντάμ και όχι κάποιος από τους σωσίες του”.
«Ο μύθος -και ήταν όντως μύθος- πως ο Σαντάμ διατηρεί πολλούς σωσίες, ήταν ένα είδος πικρής διασκέδασης για εμάς που δουλεύαμε στις μυστικές υπηρεσίες, αλλά αποφάσισα πως η σιωπή ήταν το καλύτερο συστατικό της γενναιότητας και ξεκίνησα να φτιάχνω μία λίστα ερωτήσεων που μόνο ο δικτάτορας θα μπορούσε να απαντήσει.
Ο στρατός μετέφερε τον υποτιθέμενο Σαντάμ στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης εκείνο το βράδυ και είχε αποφασιστεί να κάνουμε την ταυτοποίηση του εκεί.»
«Τα μεσάνυχτα, μετά από μακρά αναμονή, το κονβόι ήταν έτοιμο. Άνδρες με γυαλιά νυχτερινής όρασης μας οδήγησαν σε μια περιοχή που η κυκλοφορία απαγορεύονταν τη νύχτα. Στο αεροδρόμιο, ένας παράδρομος οδηγούσε σε μια σειρά από χαμηλωμένα ξύλινα σπίτια που κάποτε φιλοξενούσαν την Προεδρική Φρουρά του Σαντάμ. Στο εσωτερικό επικρατούσε πανδαιμόνιο και μετά από λίγη ακόμη αναμονή ένας ανώτερος είπε επιτέλους: «Εντάξει παιδιά. Σειρά σας».