Ο λαϊκιστής πρόεδρος της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι, αυτοπροσδιοριζόμενος ως αναρχο-καπιταλιστής θεωρεί ότι η δολαριοποίηση της οικονομίας είναι ο ιδανικός τρόπος για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό που εξανεμίζει τα εισοδήματα των πολιτών και έχει οδηγήσει το 40% του πληθυσμού στη φτώχεια.
«Το πέσο λιώνει όπως ένα παγάκι στη Σαχάρα» συνήθιζε να λέει για το εθνικό νόμισμα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Και άλλα κράτη πρόσφατα ή λίγο παλαιότερα χρησιμοποίησαν τη λύση της υιοθέτησης του δολαρίου στην εθνική τους οικονομία ως τελευταία επιλογή για να καταπολεμήσουν τον υπερπληθωρισμό και την απώλεια εμπιστοσύνης στο νόμισμά τους και στο δρόμο αυτό σκοπεύει να πορευτεί ο Μιλέι εγκαταλείποντας το πέσο, με τον πληθωρισμό στη χώρα του να κινείται στα επίπεδα του 150%.
Διάφοροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η δολαριοποίηση ήδη συμβαίνει στη χώρα, αφού όλο και περισσότεροι Αργεντινοί συναλλάσσονται και αποταμιεύουν σε δολάρια. Όμως δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των πολιτών στέκεται επιφυλακτικά απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και υπάρχει λόγος γι’ αυτό.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η χώρα είχε και πάλι συνδέσει το πέσο με το δολάριο σε μια ισοτιμία 1 προς 1 λόγω υπερπληθωρισμού, μπορεί τα πρώτα χρόνια να καταπολεμήθηκε ο πληθωρισμός και να επιταχύνθηκε η ανάπτυξη, όμως λίγο αργότερα για μια σειρά από λόγους ακολούθησε μια βαθιά ύφεση που οδήγησε σε capital controls και στο περίφημο corralito δέκα χρόνια αργότερα, που προκάλεσε τεράστια κοινωνική αναταραχή και τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
Λίγο βορειότερα, το Εκουαδόρ επίσης κατέφυγε στο δολάριο για να τιθασεύσει ένα πληθωρισμό της τάξης του 33% τη δεκαετία του 2000. Πράγματι, τα τελευταία δέκα χρόνια ο μέσος πληθωρισμός είναι περίπου στο 1,5%, προσφέροντας σταθερότητα, όμως η πορεία της οικονομίας δεν είναι χωρίς προβλήματα.
Η δολαριοποίηση μιας εθνικής οικονομίας περιορίζει τη δυνατότητα μιας χώρας να χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, ενώ είναι αδύνατον να γίνει μια υποτίμηση του νομίσματος ώστε να εξισορροπήσει τις τυχόν αυξήσεις των ελλειμάτων των τρεχουσών συναλλαγών.