Θεωρητικά η Τυνησία θα ήταν μία ιδανική χώρα για να στεγαστούν μετανάστες, των οποίων η αίτηση για παροχή ασύλου δεν γίνεται δεκτή στην ΕΕ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Ευρωπαίοι θα αντέγραφαν το «Ruanda plan» της βρετανικής κυβέρνησης, που επιχειρεί να αναθέσει παρεμφερή ρόλο στη μακρινή Ρουάντα.
Επί του πρακτέου αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει, αν δώσουμε βάση στα όσα διατείνεται ο πρόεδρος της Τυνησίας, Καΐς Σαϊέντ.
Στις αρχές Απριλίου ο Σαϊέντ ξεκαθάρισε ότι η χώρα του «δεν θα γίνει ούτε κέντρο διαμονής, ούτε κέντρο διακίνησης» για πρόσφυγες και μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική, ενώ δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε τους μετανάστες «που απελαύνονται από την Ευρώπη».
Δεν είναι η πρώτη φορά που προβαίνει σε τέτοιες δηλώσεις, αλλά αυτή τη φορά είχε και την στήριξη της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, η οποία διαβεβαίωνε ότι η Ρώμη δεν αποβλέπει σε μία νέα έκδοση του «Rwanda plan». Οι μεταναστευτικές ροές προς την Ιταλία μέσω Τυνησίας έχουν αυξηθεί σημαντικά, εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια.
Συνάδουν οι δηλώσεις με τις πράξεις;
Μόνο που οι δηλώσεις φαίνεται να έρχονται σε αντίφαση με την πραγματικότητα, αν αναλογιστούμε ότι κατ’ εξοχήν η Ιταλία, αλλά και η ΕΕ στο σύνολό της κάνουν ό,τι μπορούν για να περιορίσουν τις μεταναστευτικές ροές από την Τυνησία. Οι υποστηρικτικές δηλώσεις Μελόνι έγιναν αμέσως μετά την υπογραφή τριών νέων διμερών συμφωνιών στα πλαίσια του αποκαλούμενου «σχεδίου Ματέι» για εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα στη Ρώμη και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής.
Οι συμφωνίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας ύψους 105 εκατομμυρίων ευρώ προς την Τύνιδα, η οποία από την πλευρά της καλείται να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ. Υπογράφονται δε μόλις οκτώ μήνες μετά τη συμφωνία με τις Βρυξέλλες για ένα «στρατηγικό μνημόνιο συνεργασίας» με την Τυνησία, ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ, εκ των οποίων τα 115 εκ. θα διατεθούν για την πάταξη της παράτυπης μετανάστευσης.
Αυτή η «πραγματιστική συνεργασία» έχει ήδη μειώσει αισθητά τον αριθμό των μεταναστών που κατευθύνονται στην Ευρώπη μέσω Τυνησίας, μετά την υπογραφή του μνημονίου. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), μέχρι τις 15 Απριλίου η Ακτοφυλακή της Τυνησίας είχε «αναχαιτίσει» περίπου 21.000 μετανάστες που επιχείρησαν να εισέλθουν στα χωρικά ύδατα της ΕΕ, ενώ ο αριθμός των νεοαφιχθέντων στην Ιταλία μειώθηκε κατά το ήμισυ στο ίδιο χρονικό διάστημα.
«Στόχος της συμφωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και την Τυνησία είναι να κρατηθούν πρόσφυγες και μετανάστες μακριά από την ΕΕ και όχι μακριά από την Τυνησία», λέει στην DW η Κέλυ Πετίγιο, συνεργάτις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR). «Το μόνο που κάνουν όλες αυτές οι συμφωνίες είναι να υπονομεύουν τα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών, χωρίς να αντιμετωπίζουν τα δομικά αίτια της μετανάστευσης. Μία τέτοια συμφωνία έχει μηδενική συνεισφορά στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…».
«Ασφαλής χώρα» η Τυνησία;
Η Κέλυ Πετίγιο επισημαίνει ότι οι συμφωνίες αυτές αγνοούν το γεγονός ότι η Τυνησία δεν μπορεί να θεωρηθεί «ασφαλής χώρα» για τη μόνιμη διαμονή μεταναστών. Και αυτό γιατί ο πρόεδρος Σαϊέντ όχι μόνο έχει αποδυναμώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς μετά την επιβολή «έκτακτων μέτρων» το 2021, αλλά και έχει καταφερθεί ειδικά εναντίον των μεταναστών. Ιδιαίτερα έντονη είναι η κριτική που εκφράζει η Σαλσαμπίλ Χελιαλί, επικεφαλής του τμήματος της Human Rights Watch για την Τυνησία.
«Πρόσφυγες, μετανάστες και όσοι ζητούν άσυλο υφίστανται σήμερα στην Τυνησία σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους από τις δυνάμεις ασφαλείας, ακόμη και όταν τους αναχαιτίζει η Ακτοφυλακή» λέει η ίδια. «Αντιμετωπίζουν βίαιες συμπεριφορές, αυθαίρετες συλλήψεις και συλλογικές απελάσεις, για να αναφέρουμε μερικές μόνο από τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Παράλληλα, οι αρχές της Τυνησίας συνεχίζουν να απωθούν μετανάστες και αιτούντες άσυλο στα σύνορα της χώρας με τη Λιβύη και με την Αλγερία. Η συμπεριφορά αυτή έχει γίνει πλέον συνήθης τακτική».
Επιπλέον, επισημαίνει η συνεργάτις της Human Rights Watch, πολλοί μετανάστες που βρίσκονται ήδη στην Τυνησία διαβιούν σε άθλιες συνθήκες, για παράδειγμα σε υποτυπώδεις καταυλισμούς στα περίχωρα της πόλης Σφαξ. Όλα αυτά όμως, τονίζει η Σαλσαμπίλ Χελιαλί, δεν οφείλονται μόνο στον πρόεδρο Σαϊέντ, αλλά και στην ΕΕ, η οποία επιμένει να χρηματοδοτεί τον έλεγχο της μετανάστευσης, ερχόμενη σε αντίφαση με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις θεμελιώδεις αρχές που υποτίθεται ότι πρεσβεύει. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, περίπου 12.000 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο διαμένουν αυτή τη στιγμή στην Τυνησία.
«Η Μελόνι γνωρίζει…»
Ασφαλώς δεν ήταν οι τελευταίοι που θα επιδιώξουν να εισέλθουν στη χώρα, αναζητώντας διαφυγή προς την Ευρώπη. Όπως εξηγεί η Χάικε Λέσμαν, διευθύντρια του πολιτικού ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στην Τύνιδα, «η κ. Μελόνι γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτή τη στιγμή έχουν εγκλωβιστεί στους ελαιώνες νότια του Σφαξ έως και 80.000 μετανάστες, που απλώς περιμένουν να βελτιωθούν οι καιρικές συνθήκες. Είναι και αυτός ένας λόγος για την επίσκεψή της στην Τυνησία. Από τη μία (η Ιταλίδα πρωθυπουργός) δηλώνει ότι θα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες για μία νόμιμη μετανάστευση Τυνήσιων στη χώρα της, από την άλλη θέλει να περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση, ενώ την ίδια στιγμή εκφράζει την παράκληση να περιοριστεί ο απόπλους μεταναστών από άλλες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής με προορισμό την Ιταλία».
Πηγή: Deutsche Welle
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ναυάγιο στην Τυνησία: Εντοπίστηκαν 14 σοροί μεταναστών – Στους 36 ο συνολικός αριθμός των νεκρών