9:57 Τρίτη 23 Απριλίου 2024
eReportaz

Live:

Ερευνούσαν τη Novartis, χωρίς επαρκές προσωπικό

Ερευνούσαν τη Novartis, χωρίς επαρκές προσωπικό

Η αλληλογραφία μεταξύ Τουλουπάκη- Παπαγγελόπουλου εγείρει πολλά ερωτηματικά σχετικά με την ολοκλήρωση των ερευνών για το σκάνδαλο Novartis . Οι συνθήκες λειτουργίας εξ αιτίας των «αυξημένων αναγκών του γραφείου» και τον «μεγάλο όγκο δικογραφιών μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος»

Πολλά ερωτήματα αναφορικά με την εισαγγελία Διαφθοράς και τη λειτουργία της επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εγείρει αλληλογραφία μεταξύ της εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που έχει διαβιβαστεί στη Βουλή, στο πλαίσιο αναζήτησης τυχόν ποινικών ευθυνών του Δ. Παπαγγελόπουλου, η Εισαγγελία Διαφθοράς λειτουργούσε χωρίς επαρκές προσωπικό και με αρκετά προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιθυμούσε να πατάξει τη διαφθορά και οι εισαγγελείς ερευνούσαν το «μεγαλύτερο από συστάσεως ελληνικού κράτους σκάνδαλο της Novartis» εντούτοις το αρμόδιο υπουργείο δεν φρόντισε να βοηθήσει για την υλοποίηση των ερευνών, με αποτέλεσμα πολλές δικογραφίες να μείνουν πίσω.

Στις 3 Μαΐου 2018 η εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη απέστειλε επιστολή με την ένδειξη κατεπείγον προς τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Σε αυτή η Τουλουπάκη περιέγραφε με μελανά χρώματα τις συνθήκες λειτουργίας της εισαγγελίας Διαφθοράς, ενώ παράλληλα έκανε λόγο για «αυξημένες ανάγκες του γραφείου» και «μεγάλο όγκο δικογραφιών μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος». Για τους λόγους αυτούς ζητούσε την απόσπαση ή τη διάθεση στο γραφείο της τουλάχιστον δύο δικαστικών γραμματέων και ενός επιμελητή δικαστηρίου, την οποία χαρακτήριζε «άκρως απαραίτητη και κατεπείγουσα». Όπως ανέφερε, μάλιστα, στο έγγραφο, η γραμματειακή υποστήριξη την περίοδο εκείνη της εισαγγελίας Διαφθοράς γινόταν από έναν μόνο δικαστικό υπάλληλο με απόσπαση και έναν ακόμη με διάθεση.

Μερικούς μήνες μετά και ειδικότερα στις 25 Οκτωβρίου 2018 η Ελένη Τουλουπάκη απέστειλε νέο έγγραφο, αυτή τη φορά προς το Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Εφετείου Αθηνών. Το έγγραφο κοινοποιούταν μεταξύ άλλων και στον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, την τότε ηγεσία του Αρείου Πάγου και στους προϊσταμένους της Εισαγγελίας Εφετών και Πρωτοδικών Αθηνών. Σε αυτό η Ελένη Τουλουπάκη περιέγραφε εκ νέου τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η λειτουργία της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Παρέθετε μία σειρά από υποθέσεις τις οποίες χειριζόταν, όπως η Novartis, το ΚΕΕΛΠΝΟ, η Marfin, πιστοποιητικά αναπηρίας του ΚΕΠΑ κ.λπ., ενώ υποστήριζε ότι ο αριθμός που χειριζόταν το γραφείο ξεπερνούσαν τις 200. Στο έγγραφο η εισαγγελέας Διαφθοράς ανέλυε τα καθήκοντα των γραμματέων και το έργο με το οποίο ήταν επιφορτισμένοι, ενώ παράλληλα έκανε λόγο για «έλλειψη οποιουδήποτε υποτυπώδους έστω ηλεκτρονικού προγράμματος μηχανοργάνωσης». Υποστήριζε επίσης πως ειδικά για τις δικογραφίες που αφορούν πολιτικά πρόσωπα και διαβιβάζονται στη Βουλή απαιτείται η εξαγωγή φωτοαντιγράφων, η επικύρωση και η καταγραφή τους σε αύξοντα αριθμό, έργο το οποίο δυσχεραίνονταν από την έλλειψη γραμματέων στην υπηρεσία. Επίσης, στο ίδιο έγγραφο προειδοποιούσε πως «συντρέχει σοβαρός και συνεχής κίνδυνος να υποπέσουν οι δύο δικαστικοί υπάλληλοι σε τυχόν παραδρομής λάθη ή αθέλητες παραβλέψεις λόγω του τεράστιου όγκου δουλειάς που διαρκώς τους ανατίθεται». Για τους λόγους αυτούς ζητούσε ξανά δύο γραμματείς και έναν επιμελητή δικαστηρίων, προκειμένου να στελεχωθεί το γραφείο.

Τα καυτά ερωτήματα για την έρευνα

Την περίοδο εκείνη η υπόθεση Novartis βρισκόταν στην κορύφωσή της. Ψίθυροι έδιναν και έπαιρναν αναφορικά με τις έρευνες των εισαγγελέων Διαφθοράς σχετικά με την υπόθεση. Οι διαρροές στον Τύπο για επικείμενες διώξεις κάποιων από τα 10 πολιτικά πρόσωπα ήταν συχνές. Όπως και δημοσιεύματα σχετικά με ευρήματα της εισαγγελικής έρευνας συγγενικών προσώπων ακόμη και εισαγγελικών λειτουργών. Προκύπτει, λοιπόν, μία αντίφαση σχετικά με τη λειτουργία της εισαγγελίας Διαφθοράς. Πώς είναι δυνατόν εφόσον υπήρχε τόσο μεγάλος όγκος δουλειάς να μπορούσε να γίνει σοβαρή και ενδελεχή έρευνα για μία σειρά υποθέσεων μείζονος δημοσίου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis; Εφόσον η τότε κυβέρνηση ήθελε πράγματι να ερευνηθεί αυτή η υπόθεση σε βάθος και όχι απλά να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνιακούς λόγους, κρατώντας σε ομηρία ερευνώμενα πολιτικά πρόσωπα, γιατί δεν απέστειλε προσωπικό να βοηθήσουν το έργο της εισαγγελίας Διαφθοράς; Ερωτήματα τα οποία αποκτούν μεγαλύτερα διάσταση μετά και τις καταγγελίες του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην εισαγγελία Διαφθοράς την περίοδο που ο ίδιος ήταν επόπτης.

Σημειώνεται πως μόνο για την υπόθεση Novartisτον τελευταίο χρόνο οι εισαγγελείς Διαφθοράς έχουν αποστείλει πάνω από 50 αιτήματα δικαστικής συνδρομής σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ελβετία, στο πλαίσιο της έρευνας για την υπόθεση Novartis. Μάλιστα, τα 28 από αυτά αφορούν τη νέα χρονιά και τα υπόλοιπα το προηγούμενο έτος. Αιτήματα που αφορούν στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς που πιθανώς να διατηρούν στις χώρες αυτές ερευνώμενα πρόσωπα, καθώς επίσης και στοιχεία που αφορούν την τιμολόγηση φαρμάκων της πολυεθνικής φαρμακοβιομηχανίας προκειμένου να διαπιστώσουν αν στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες, τα προϊόντα της Novartis διατίθεντο σε τιμές πολύ υψηλότερες.

Τα προβλήματα συνεχίστηκαν

Παρά τα αιτήματα προς την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, τα προβλήματα συνεχίστηκαν. Στις 21 Δεκεμβρίου 2018 μία δικαστική υπάλληλος και μία γραμματέας της Εισαγγελίας Διαφθοράς ενημέρωσαν την Τουλουπάκη για τα συνεχιζόμενα προβλήματα τα οποία ήταν γνωστά από το Μάιο του 2018 και στην ηγεσία του υπουργείου, όπως για παράδειγμα η έλλειψη μηχανοργάνωσης. Στις αρχές Ιανουαρίου 2019 δικαστική γραμματέας απέστειλε νέο ενημερωτικό σημείωμα στην Ελένη Τουλουπάκη. Τα όσα περιγράφει σε αυτό θυμίζουν εικόνα τριτοκοσμική και όχι εισαγγελικού γραφείου Ευρωπαϊκής χώρας που χειρίζεται υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος συνεργαζόμενο με αντίστοιχες υπηρεσίες του εξωτερικού. Ειδικότερα, στο έγγραφο η υπάλληλος έκανε λόγο για «πολύ μεγάλη εκκρεμότητα σε αλληλογραφία», «αδιεκπεραίωτο πλήθος εγγράφων», δικογραφίες προς εξαγωγή φωτοαντιγράφων» κ.λπ. Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος αποθήκευσης των αρχείων της υπηρεσίας που αναφέρεται στην επιστολή. Σύμφωνα με όσα ανέφερε η υπάλληλος στο γραφείο είχε εγκαταστήσει ανεπίσημα πρόγραμμα δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας δεδομένων, ώστε να αποφευχθεί η αποθήκευσή τους σε USB, καθώς κάτι τέτοιο μπορούσε να χαθεί ή να κλαπεί. Ωστόσο, όπως ανέφερε η υπάλληλος, ο συγκεκριμένος τρόπος δημιουργίας αντιγράφων καθημερινά ήταν «πεπερασμένος».
«Δηλαδή, λόγω περιορισμένης χωρητικότητας θα μπορεί να συντελείται μόνο για λίγους μήνες ακόμη (περίπου 6μηνο», επισήμαινε στην επιστολή.

«Καμία ανταπόκριση» για «κατεπείγουσα ανάγκη» στελέχωσης της υπηρεσίας

Η υπάλληλος ανέφερε ακόμη στην επιστολή ότι παρά τα αιτήματα της υπηρεσίας δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση, ενώ έκανε λόγο για «κατεπείγουσα ανάγκη» στελέχωσης της υπηρεσίας τόσο με εισαγγελικούς λειτουργούς όσο και επιστημονικό προσωπικό. Η ίδια υποστήριζε επίσης ότι για τις ανάγκες της εισαγγελίας Διαφθοράς ήταν απαραίτητο να εργάζονται τέσσερις γραμματείς και ένας δικαστικός επιμελητής.
«Εάν δεν επιλυθούν άμεσα τα ζητήματα αυτά, η γραμματειακή υποστήριξη του γραφείου του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς θα είναι απλώς υποτυπώδης και η υπηρεσία στο σύνολό της θα συνεχίζει να μοιάζει εγκαταλελειμμένη σε ανθρώπινο δυναμικό, κάτι που καθημερινά γινόταν αντιληπτό από πολίτες και δικηγόρους που καθημερινά προσέρχονταν στην υπηρεσία», επισήμαινε στην επιστολή.

Τελικά, από τις 10 Ιανουαρίου 2019 στο γραφείο της εισαγγελίας απέμεινε μόνο μία γραμματέας για την γραμματειακή υποστήριξη της υπηρεσίας. Κάτι που έκανε ακόμη πιο δύσκολη την πρόοδο των ερευνών σε διάφορες δικογραφίες. Ακολούθησαν δύο αιτήματα της εισαγγελίας Διαφθοράς προς την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, στις 17 Ιανουαρίου 2019 και στις 25 Ιανουαρίου 2019, για την αποκατάσταση των προβλημάτων, δίχως να γνωρίζει κανείς εάν αυτά ικανοποιήθηκαν. Στα έγγραφα αυτά γινόταν λόγος μεταξύ άλλων και για καθυστερήσεις στην περαίωση των δικογραφιών, καθώς υπήρχαν δικογραφίες για υποθέσεις διαφθοράς στο στάδιο της λήψης ανωμοτί εξηγήσεων και ενόρκων καταθέσεων. Το κατά πόσο ικανοποιήθηκαν είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια.

* Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ” της Κυριακής

Ροή Ειδήσεων

Διαβάστε ακόμη

Kάνε εγγραφή στο newsletter eReportaz

Ενημερώσου πρώτος με τα τελευταία νέα στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Συνδέσου μαζί μας