Live:
Επί δύο και πλέον χρόνια υπήρξε ο φύλακας-άγγελος του Κωσταντίνου Παπανικόλα. Η γυναίκα η οποία φρόντιζε νυχθημερόν τον εκλιπόντα καναλάρχη, μέτοχο του Kontra, ο οποίος έφυγε αθόρυβα από τη ζωή μόλις λίγες ώρες αφότου μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο από το σπίτι του στον Ωρωπό όπου παρέμενε εσώκλειστος τα δύο τελευταία χρόνια, κατά τα οποία το σώμα του και το μυαλό του «αδυνάτιζαν» χτυπημένα από τον καρκίνο και την άνοια.
Ο λόγος για τη Λέλα Παπαντωνίου, η οποία σε μια συνέντευξη-ποταμό στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» ουσιαστικά στήνει στον τοίχο τον φερόμενο ως επιστήθιο φίλο του καναλάρχη Σπύρο Λαμπίρη, ο οποίος λίγους μήνες προτού ο Παπανικόλας φύγει από τη ζωή είχε χριστεί πληρεξούσιος για τη διαχείριση της περιουσίας του, αλλά και την εκμετάλλευση της τηλεοπτικής ζώνης την οποία είχε στο κανάλι του Ανδρέα Κουρή.
«Αν μπορεί ένα παιδάκι όχι ενός έτους, αλλά μηνών, να δει και να υπογράψει, θα μπορούσε και ο μακαρίτης. Τα χάπια που έπαιρνε από το φαρμακείο τού τα έδινα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Χάπια άνοιας. Αν μπορούσε να υπογράψει ο άνθρωπος; Για όνομα του Θεού!» λέει με αφοπλιστικό τρόπο η κυρία Παπαντωνίου, η οποία αποτελεί ουσιαστικό μάρτυρα της υπόθεσης και έχει ήδη κληθεί από τις εισαγγελικές Αρχές προκειμένου να καταθέσει όλα όσα έζησε επί δύο και πλέον έτη στο σπίτι-θεραπευτήριο του εκλιπόντος στον Ωρωπό.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης-συνέντευξης η κυρία Παπαντωνίου αναφέρεται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στην κατάσταση της υγείας του Κ. Παπανικόλα, στις συνθήκες διαβίωσής του, αλλά και στον ρόλο του Σπύρου Λαμπίρη και της συντρόφου του, οι οποίοι ως γνωστόν έχουν μηνυθεί από πρώην συνεργάτες του καναλάρχη (Παπαμέτη – Τόμπρα) ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης που κρατούσαν «όμηρο» τον εκλιπόντα με απώτερο σκοπό να προσποριστούν την περιουσία του. Η γυναίκα που φρόντιζε μέχρι τελευταία στιγμή τον Παπανικόλα κάνει λόγο για πλήρη αποξένωση του καναλάρχη από συγγενείς και φίλους με εντολή Λαμπίρη, αλλά και καθεστώς τρόμου στο οποίο φέρεται να ζούσε ο «ζωσμένος» με κάμερες και υπό διαρκή παρακολούθηση εκλιπών εξαιτίας του λόγου ότι ο «επιστήθιος φίλος» του τον είχε πείσει ότι πρόσωπα του περιβάλλοντός του θα προσπαθούσαν να του κάνουν κακό και να τον απομακρύνουν από το σπίτι του!
«Δύο χρόνια και κάτι μήνες ήμουν δίπλα στον μακαρίτη. Έφυγα μόλις τον πήραν. Εγώ τον ετοίμασα. Ήταν ετοιμοθάνατος ο άνθρωπος. Τον βάλαμε στο καρότσι, ήρθε ο κύριος Διονύσης (σ.σ. ο αδελφός του). Την ώρα που πήραν τον κύριο Κώστα, από πάνω η σύντροφος του Λαμπίρη τραβούσε βίντεο από το μπαλκόνι», είναι τα πρώτα λόγια της κυρίας Παπαντωνίου.
– Από πότε ξεκίνησε ο Παπανικόλας να μην έχει επαφή με το περιβάλλον; Πότε άρχισε να επιδεινώνεται η υγεία του;
– Λ. Παπαντωνίου: «Από τον καιρό που κάναμε εξέταση για τον προστάτη. Ο άνθρωπός μας έπεφτε. Τον ρωτούσα: ‘‘Κύριε Κώστα, έχεις καμιά αδελφή;’’. ‘‘Δεν θυμάμαι’’ έλεγε. Ερχόντουσαν ώρες που μου έλεγε για τα παλιά του, όχι για τα τωρινά. Ο άνθρωπος ήταν φοβισμένος. Πήγα να τον αλλάξω, του είχαμε πάνες τον τελευταίο χρόνο και όταν πήγαινα να τον αλλάξω μου έλεγε: ‘‘Πού θα με πάνε; Πού θα με πάνε;’’. Του έλεγα: ‘‘Κύριε Κώστα, πουθενά δεν θα σε πάνε’’. Του έλεγα ‘‘ήρθα να σε αλλάξω’’. Τον είχαν φοβίσει τον άνθρωπο ότι κάπου θα τον παίρνανε, ότι κάτι θα του κάνουν. Φοβόταν ο Λαμπίρης να μπουν άνθρωποι μέσα. Μου έλεγε: ‘‘Θα είσαι δίπλα, όποιος έρχεται να είσαι μαζί του’’. Τι φοβόταν; Μήπως τον σκοτώσουν, μήπως του αποσπάσουν κάποια υπογραφή; Δεν μπορώ να καταλάβω τι φοβόταν, δεν ξέρω. Και τελευταία στιγμή μαλώσαμε με αυτήν τη σύντροφό του, γιατί με πιάνει ο μακαρίτης και τι μου λέει: ‘‘Να μην έρθει ο Διονύσης, να μην έρθει ο Διονύσης!’’. Του λέω: ‘‘Γιατί, κύριε Κώστα, αδελφός σας είναι!’’. Όταν ερχόταν ο άνθρωπος (σ.σ. ο Διονύσης Παπανικόλας), μας πλήρωνε και του έφερνε και μια τσάντα πράγματα, αυτά που τρώνε εκεί. Αβοκάντο, φρούτα συνήθως. Και του λέω ‘‘τι φοβάστε;’’. ‘‘Θέλει να με πάρει. Θέλει να με πάρει!’’ έλεγε. Του έλεγα: ‘‘Κύριε Κώστα, ποιος τα λέει αυτά τα πράγματα; Ποιος σας τα έχει βάλει αυτά στο μυαλό; Σας τα λέει ο Σπύρος;’’. Κατεβαίνω κάτω, του λέω ‘‘κύριε Σπύρο, τώρα που έφευγα μπορώ να σας πω κάτι;’’. Του λέω ‘‘ο κύριος Κώστας είναι πολύ φοβισμένος. Πατάτε παρακαλώ την κάμερα; Γυρίστε την πίσω να δείτε τι μου είπε’’. Μετά από δύο μέρες μου λέει: ‘‘Δυστυχώς η κάμερα δεν έχει πιάσει τίποτα. Έχει πιάσει αυτά που του έλεγα εγώ, ‘‘βάλε λίγη τηλεόραση να περάσει η ώρα’’, του το είπα. Δεν είναι κάτι κακό και μου λέει ο Κώστας ‘‘όχι’’».
Μέχρι και τον αναστεναγμό μου είχε πιάσει που έκανα εγώ: ‘‘Ωχ, Θεέ μου’’ είπα και δεν έπιασε την κουβέντα που είπε ο κύριος Κώστας για τον αδελφό του; Πώς σβήσανε την κάμερα και πώς την τελευταία εβδομάδα, αν και είχε βαρύνει τόσο πολύ ο μακαρίτης, την έβγαλαν την κάμερα μόνοι τους; Μόνοι τους την έβαλαν, μόνοι τους την έβγαλαν…».
Σύμφωνα με την κυρία Παπαντωνίου, τα τελευταία χρόνια στο σπίτι στον Ωρωπό δεν ζούσε κανείς πλην του Σπύρου Λαμπίρη και της επίσης μηνυόμενης συντρόφου του. Όπως υποστηρίζει ο «επιστήθιος φίλος» του Παπανικόλα δεν δεχόταν κανέναν. «…Ήρθε μια μέρα ο ανιψιός του και μπήκε μέσα ο Λαμπίρης και του λέει ‘‘μην τον ενοχλείς, μην τον ενοχλείς’’! Του λέει ο ανιψιός: ‘‘Γιατί να τον ενοχλήσω. θείος μου είναι, να μην του μιλήσω;’’. Από κει πέρα δεν ξέρω, τα δικά τους είχανε, δεν μπαίνω σε τέτοια θέματα … Και όρμησαν, χτυπήθηκαν μέσα στο δωμάτιο! Ακόμα ήταν καλά ο μακαρίτης. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και λέει: ‘‘Ντροπή σας, ντροπή σας. Τι είναι αυτά που κάνετε;’’ Ο κ. Σπύρος υπερπροστατευτικός στον Παπανικόλα, αλλά ποιο ήταν το όφελος αυτού του ανθρώπου (σ.σ. του Λαμπίρη) δεν μπορώ να καταλάβω. Πώς από 55 ανίψια, αδέλφια κ.ά. δεν τον αγάπησε κανένας, δεν τον ήθελε κανένας και τον αγάπησαν δύο ξένοι άνθρωποι; Έχω συνεργαστεί με τόσους ηλικιωμένους. Πώς γίνεται όλο αυτό ; Ο Λαμπίρης δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει μέσα στο σπίτι. ‘‘Πήγαινε κοντά, θα του κάνουν κακό’’ μου έλεγε.
Μου έλεγε και για το κανάλι: ‘‘Ξέρεις τι λεφτά έχει ο κύριος Κώστας; Έπαιρνε εκατομμύρια το κανάλι’’. Στο μυαλό του είχε ότι έπαιρνε λεφτά από το κανάλι ο μακαρίτης… Το άλλο που μαλώναμε: Ο κύριος Διονύσης (σ.σ. ο αδελφός του Παπανικόλα) έφερνε πράγματα. Έλεγα: ‘‘Κύριε Σπύρο, έχουμε ντομάτες’’. Μου είπε: ‘‘Να τις πετάξετε. Είναι σάπιες… Πες του να φέρει άλλα πράγματα’’. Σκέφτομαι με το δικό μου το μυαλό ότι ήθελε να πει στον κύριο Διονύση ότι έχουμε πολλά έξοδα ‘‘και φέρε μας και φέρε μας’’, για να τον μπλοκάρει. Δεν παίρνω όρκο πάνω σε αυτό, αλλά όλο αυτό γινόταν και εγώ είμαι πάντα αντίθετη σε αυτά. Τον πήρανε τον κύριο Κώστα μία φορά στην αδελφή του. ‘‘Θα σου βάλω ένα παντελόνι’’ του είπα. ‘‘Βάλε μου, βάλε μου καλά ρούχα’’, μου απάντησε. ‘‘Όχι, δεν χρειάζεται άλλα ρούχα’’, μου είπε η άλλη και μου έλεγε ο Λαμπίρης να πάει με αυτά που φορούσε. Δεν ήθελε να τον πάρει κανένας. Τον αγαπούσε τόσο πολύ ο Λαμπίρης; Έρχομαι και από τη μεριά του, γιατί ποτέ δεν λέω ψέματα. Τον ήθελε τόσο πολύ να τον έχει εκεί, δεν μπορώ να καταλάβω…».
– Ο Κωνσταντίνος Παπανικόλας είχε επαφή με το περιβάλλον; Αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε;
– «Εγώ νομίζω ότι ο μακαρίτης είχε άνοια. Δεν θυμόταν, ούτε ήταν σε θέση να διαβάσει κάτι, να καταλάβει, να πει αν είναι σωστό ή λάθος. Αυτό σου το λέω γιατί τον έζησα τον άνθρωπο».
– Μα φέρεται να υπέγραφε διάφορα πράγματα!
– «Αν μπορεί ένα παιδάκι όχι ενός έτους, αλλά μηνών, να δει και να υπογράψει, θα μπορούσε και ο μακαρίτης. Να δείτε τα χάπια που έπαιρνε από το φαρμακείο που τα έδινα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Χάπια άνοιας. Αν μπορούσε να υπογράψει ο άνθρωπος; Για όνομα του Θεού! Ήρθαν τα ανίψια του να του τραγουδήσουν. Πριν φύγουν του είπα: ‘‘Κύριε Κώστα, έκανες χαρά;’’. ‘‘Γιατί;’’ με ρωτούσε. Εγώ του έβαζα το Kontra στην τηλεόραση και τον ρωτούσα όταν έπαιζε την εκπομπή του ‘‘ποιος είναι αυτός ο όμορφος κύριος;’’. ‘‘Ε…’’ μου έλεγε. Του λέω ‘‘καλά, εσείς δεν είστε;’’. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν καλά ο άνθρωπος, αλλά και πάλι δεν ήθελε να το πει ότι δεν ήταν. Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν που έβαζε τα χέρια του στα μάτια του και τα έκλεινε και δεν ήθελε να δει ούτε λίγο όλη την ώρα. ‘‘Τα παντζούρια κατέβασέ τα κάτω’’ μου έλεγε με νόημα».
– Εσείς είχατε δει να τον φορτώνουν, να τον παίρνουν για να πάει να υπογράψει διάφορα έγγραφα;
– «Εγώ έφευγα. Ερχόμουν, έβλεπα την μπλούζα πάνω εκεί. Ο Σπύρος το μόνο που έλεγε ήταν ‘‘μία βολτούλα’’. Δεν μου έδιναν εμένα λογαριασμό. Και το άλλο ότι ‘‘κατάφερα τον κύριο Παπανικόλα να πάμε εδώ και εκεί κατά τη θέλησή του’’. Ο κύριος Κώστας δεν μπορούσε να σηκωθεί και να κουνηθεί. Όταν δεν είχα στο σπίτι δουλειές και το παιδί αργούσε το σχολείο, έλεγα ‘‘ας πάω πιο νωρίς». Δεν με θέλανε νωρίτερα εκεί. Θυμάμαι τον πήραν και τον έντυσαν για τα Χριστούγεννα μαζί με την Άννα (σ.σ. τη σύντροφο του Λαμπίρη), τον πήραν απέναντι και τον έβγαλαν φωτογραφία με το δέντρο. Πώς τον πήγαν απέναντι στο ξύλινο το κτίριο, που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί ο άνθρωπος; Εγώ δεν μπορούσα να τον βάλω από το κρεβάτι δίπλα στο τραπέζι. Αν παρατηρήσετε, του τα έχουν γράψει του καημένου και τα λέει».
– Αυτά που βλέπουμε στο βίντεο δηλαδή του τα είχαν γράψει;
– «Οπωσδήποτε, αφού μπροστά μου το έγραφαν χαρτάκι. Του είχε βάλει κάτι λαστιχάκια στα δάχτυλα και του είχαν πει κάτι να θυμάται. Του λέω: ‘‘Τι είναι αυτά τα λαστιχάκια;’’. Το λάθος μου είναι ότι έχω ένα παλιό κινητό. Αν είχα από αυτό που έβγαζε φωτογραφίες, τώρα θα έκλειναν όλα».
15.000 ευρώ
«Ζήτησα συγγνώμη από την οικογένεια του μακαρίτη. Με έβαλε ο ίδιος ο Λαμπίρης και είπα ότι πήγαν να με δωροδοκήσουν με 15.000 ευρώ.
Φεύγοντας από τη δουλειά μου από πάνω μου λέει ο Λαμπίρης: ‘‘Ο κύριος Κώστας ήταν πολύ ανήσυχος κυρία … πρέπει να τον ηρεμήσουμε. Θα με πάρετε τηλέφωνο και θα μου πείτε ότι η οικογένειά του θέλει να τον πάρει’’.
Του λέω ‘‘γιατί να πω για την οικογένειά του;’’. Μου λέει: ‘‘Κυρία … πρέπει να το πούμε γιατί αλλιώς θα μας τον πάρουν’’. Μου λέει ‘‘θα με πάρετε ένα τηλέφωνο και θα το πω εγώ’’. Τον πήρα τηλέφωνο, νομίζω από το κινητό, και αυτός θα το έβαζε στον κύριο Κώστα και θα του έλεγε ‘‘ακούς τι λέει στην κυρία … Της δίνουν λεφτά’’».
– Εσείς πιστεύετε ότι ο κ. Λαμπίρης και η κυρία Άννα ήθελαν το καλό του Παπανικόλα;
– «Δεν μπορώ να πω, θα είμαι ειλικρινής γιατί είμαι και μαμά με παιδιά. Ας κατασταλάξουν πρώτα αυτοί να δουν τι είναι η οικογένεια που έχουν. Πού βρίσκονται, γιατί οι άνθρωποι αυτοί κατά τη γνώμη μου έχουν κάποιο πρόβλημα. Έτσι τους ψυχολόγησα εγώ. Δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα γύρω τους και ήταν καθηλωμένοι στον Παπανικόλα; Σε τι αποσκοπούσαν δεν μπορώ να καταλάβω.
Δεν έχω δει να τον χτυπούν ή να πω ότι τον κακομεταχειρίστηκαν. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έκαναν 1.002 προπαγάνδες, σκηνικά και σκευωρίες».
– Αυτοί πώς ζούσαν; Αφού λένε ότι δεν πληρώνονταν από τον Παπανικόλα.
– «Και αυτό μου κινεί την περιέργεια. Και ύστερα εκεί που μιλούσαν στην τηλεόραση, τον ρωτήσαμε ποια είναι τα αποθέματα. Όλα τα χρόνια τριγυρνούσαν στον Ωρωπό με τον Παπανικόλα. Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Απέναντι στο ξύλινο το κτίριο, εκεί που ράβουν υφάσματα, το είχαν γεμάτο ‘‘χρυσά’’ πόμολα».
– Πήγαν τον Παπανικόλα και υπέγραψε πληρεξούσιο ότι ο Λαμπίρης θα διαχειρίζεται την περιουσία του και τις μετοχές στο κανάλι…
– «Ποιος ξέρει πόσες ώρες θα του είχαν κάνει μάθημα του κυρίου Κώστα. Δεν λυπήθηκαν το πρόσωπό του; Αν τον έβλεπε, θα τον λυπόταν κάποιος. Τι καταλαβαίνει αυτός ο άνθρωπος; Μόνοι τους ήταν, ό,τι θέλανε κάνανε. Όπου ήθελαν τον πήγαιναν».
– Καταλάβαινε ο μακαρίτης;
– «Ούτε καν. Είχε βαρεθεί τα πάντα ο άνθρωπος. Τώρα αυτοί αν μπορείτε να βρείτε σε τι αποσκοπούσαν, τι πρόλαβαν να κάνουν, δεν ξέρω. Ο Σπύρος (Λαμπίρης) ήταν δερβέναγας στα πάντα. Δεν μπορούσα εγώ να ετοιμάσω φαγητό στο σπίτι μου και να του το πάω. Με τον ανιψιό του είχαν μαλώσει, δεν ερχόταν».
– Μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί ο Παπανικόλας;
– «Όχι, καλέ. Για όνομα του Θεού! Δεν είχε κινητό, ούτε σταθερό ο μακαρίτης. Μας είχαν αποκλείσει. Μου έπεσε ένα βράδυ το κινητό μου, δεν ήξερα να βάλω την μπαταρία από πίσω. Σταθερό τηλέφωνο καθόλου, το κινητό του κυρίου Κώστα το είχαν κλείσει. Λυπάμαι πάρα πολύ, γιατί ο συγχωρεμένος δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Τον έπαιρναν από Κρήτη, από πολλά μέρη. Αποκλεισμένο τον είχαν, δεν ήθελαν να μιλάει. Όταν κάποιος έκανε πολλά τηλέφωνα, αν ήταν κάποιος φίλος του δηλαδή, έλεγαν: ‘‘Ας μιλήσει, δεν πειράζει’’. Σήκωνε το σταθερό τηλέφωνο και μόλις τελείωνε, πήγαινε πάλι ο Σπύρος και το τραβούσε από την πρίζα».
– Φοβούνταν ότι κάτι θα του έλεγαν, θα τον έπαιρναν, θα τον ξεσήκωναν;
– «Είχαν έρθει κάποιοι φίλοι του την τελευταία φορά. Τον πήρα αγκαζέ να τον βγάλω έξω για να σηκώσει το χέρι να τους χαιρετήσει, και πάλι μέσα. Ο κύριος Κώστας ήταν άλλος άνθρωπος. Όταν ήταν πιο καλά, ήθελε να μιλήσει, να κουβεντιάσει. Τον ήθελαν εκεί (απομονωμένο) για το καλό του, λέει».
Η ίδια δεν έκρυψε την ενόχλησή της για το ότι δημοσιοποιήθηκε το όνομά της στην τηλεόραση.