Στις 21 Φεβρουαρίου 1966, ο πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ ανακοίνωσε την πρόθεση της χώρας του να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), παραμένοντας ταυτόχρονα μέρος της Συμμαχίας.
Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, οι νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο διεθνές τοπίο και στις σχέσεις με τις ανατολικές χώρες είχαν ως συνέπεια ο δυτικός κόσμος να μην τελεί πλέον υπό απειλή, σε αντίθεση με την εποχή κατά την οποία, καθώς ανέφερε, «το αμερικανικό προτεκτοράτο είχε εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη υπό το κάλυμμα του ΝΑΤΟ».
Σε επιστολή που απηύθυνε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, ο Ντε Γκωλ εξηγούσε ότι η Γαλλία έθετε επί τάπητος τη θέση της όχι στην Ατλαντική Συμμαχία, αλλά στις στρατιωτικές δομές της επιθυμώντας να επανακτήσει την πλήρη κυριαρχία της, με τις συνέπειες που αυτό θα είχε στην εκχώρηση δικαιωμάτων για τη χρήση βάσεων, τη στάθμευση συμμαχικών στρατευμάτων και τη χρήση του εναέριου χώρου της. Πρακτικά, η Γαλλία θα έπαυε να αποτελεί μέρος των συμμαχικών διοικήσεων.
Έτσι λοιπόν ο Γάλλος πρόεδρος ζήτησε από όλες τις αμερικανικές δυνάμεις που στάθμευαν στη Γαλλία να φύγουν. Σε απάντηση, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ρασκ, ρώτησε τότε τον Ντε Γκωλ : «Αυτό περιλαμβάνει και τους νεκρούς Αμερικανούς στα στρατιωτικά νεκροταφεία;»
59 χρόνια μετά σε ένα μόνο Σαββατοκύριακο, οι άμεσες επιθέσεις του JD Vance στην ευρωπαϊκή δημοκρατία στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου και η συνάντησή του με ακροδεξιές, αντιευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις στη Γερμανία, έδωσαν στον Ντε Γκωλ την ιστορική του δικαίωσή.
Με απειλές για διεξαγωγή οικονομικού πολέμου ή άμεση εισβολή προκειμένου να προσαρτήσουν τον Καναδά και τη Γροιλανδία, οι ΗΠΑ φαντάζει πλέον ως η κύρια απειλή που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι που υπό το νέο πρίσμα της προεδρίας του Τραμπ αντιλαμβάνονται πως το άλλοτε ικανό να εξασφαλίσει την ασφάλειά τους ΝΑΤΟ δεν μπορεί –προς το παρόν– να υπάρξει λειτουργικά χωρίς τις ΗΠΑ, το πιο ισχυρό μέλος τους.
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως η «δύση» όπως την ξέραμε δεν μπορεί να υπάρξει εννοιολογικά όταν η χώρα που αντιπροσωπεύει το 35% του περίπου 1 δισεκατομμυρίου κατοίκων και περισσότερο από το 40% της οικονομίας της φαίνεται εχθρική προς τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες υπό το κράτος δικαίου, ευνοώντας αντ’ αυτού έναν τεχνομηδενιστικό ανταγωνιστικό αυταρχισμό.
Το 2019, ο Εμανουέλ Μακρόν προκάλεσε αντιδράσεις κηρύσσοντας το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», σε μια προσπάθεια να ξυπνήσει την συμμαχία μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία το 2022. Στην πραγματικότητα, αυτή η προσπάθεια έμοιαζε περισσότερο με τελευταία ακτίνα διαύγειας ενός μελλοθανάτου παρά με αναζωογόνηση. Η εκλογή του Τραμπ αποδείχθηκε πως ήταν το τράβηγμα της πρίζας από τα μηχανήματα που συντηρούσαν εν ζωή τη συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Τώρα οι Ευρωπαίοι ηγέτες για κάθε κομμάτι από το οποίο παραιτούνται οι ΗΠΑ, θα πρέπει να αρπάξουν και με τα δύο χέρια την ευκαιρία να καλύψουν το κενό αφού δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις για την Κίνα – ένα αυταρχικό κράτος με ιμπεριαλιστικούς εδαφικούς σχεδιασμούς, αποικιοκρατικές οικονομικές πολιτικές σε όλη την αφρικανική ήπειρο και ένα φρικτό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι ο παγκόσμιος παίκτης που θα θελήσει να εκμεταλλευθεί το χάσμα.
Και ασφαλώς, η Ευρώπη πρέπει να βρεθεί σύντομα σε θέση να αποτρέψει την όποια επιθετικότητα εντελώς μόνη της – ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο επιτιθέμενος. Και τότε θα πρέπει να καλέσει το πνεύμα του Ντε Γκωλ και να πει στις ΗΠΑ ότι ο χρόνος τους στην ήπειρο έχει τελειώσει. Όσο για τους νεκρούς Αμερικανούς στα στρατιωτικά νεκροταφεία, προς το παρόν, παραμένουν στην Ευρώπη που οι αξίες για τις οποίες θυσιάστηκαν εξακολουθούν να ισχύουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εκλογές ορόσημο στη Γερμανία. Μετανάστευση, πληθωρισμός και εγκληματικότητα θα κρίνουν το αποτέλεσμα