Live:
ΟΤΑΝ Η ΕΥΠ (ΤΟΥ ΡΟΥΜΠΑΤΗ) «ΑΚΟΥΓΕ» ΠΙΤΣΙΟΡΛΑ ΚΑΙ ΣΑΓΙΑ!
Του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ
Στο στόχαστρο της ΕΥΠ (την περίοδο Ρουμπάτη) είχε μπει, μεταξύ άλλων, ο πρώην γενικός γραμματέας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Σπύρος Σαγιάς αλλά και ο πρώην επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ και υφυπουργός Ανάπτυξης, Στέργιος Πιτσιόρλας!
Επί τουλάχιστον δύο μήνες (από τον Ιανουάριο του 2016 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2016) τα κινητά τηλέφωνα των κυβερνητικών παραγόντων παρακολουθούνταν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ενώ από τη δημοσιογραφική έρευνα προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες συνακροάσεις ήταν παράνομες καθώς δεν υπήρχε εισαγγελική έγκριση και το ερώτημα το οποίο θα πρέπει πλέον να απαντηθεί είναι εάν γνώστης ήταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας!
Η συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον με αφορμή το θέμα των υποκλοπών-παρακολουθήσεων του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και του δημοσιογράφου και πρώην συνεργάτη της «Μ» Θανάση Κουκάκη που αναβίωσε την Παρασκευή στη Βουλή.
Βάσει των στοιχείων-ντοκουμέντων που έχουμε στη διάθεσή μας προκύπτει ότι την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οι «κοριοί» της ΕΥΠ στόχευαν ακόμα και τους πλέον στενούς συνεργάτες του τέως πρωθυπουργού, όπως ο κ. Σαγιάς, ή τον επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ και μετέπειτα υφυπουργό Ανάπτυξης, κ. Πιτσιόρλα. Στη διάθεση της «Μ» βρίσκεται η εννιασέλιδη έκθεση της υπηρεσίας, η οποία μάλιστα φέρει συγκεκριμένο υδατογράφημα «άκρως απόρρητο – ειδικού χειρισμού».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το πλέον δυσώδες και ανησυχητικό της υπόθεσης είναι ότι Σαγιάς και Πιτσιόρλας παρακολουθούνταν, προφανώς, χωρίς την ύπαρξη εισαγγελικής διάταξης στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης του Ναυαγίου της Ζακύνθου που εξελίχθηκε σε σκάνδαλο, καθώς η φερόμενη επένδυση του εμίρη του Κατάρ κατέληξε σε μια καλοστημένη απάτη, η οποία ακόμη και σήμερα απασχολεί την ελληνική Δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ παραδόθηκε στις εισαγγελικές Αρχές, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να το αξιοποιήσουν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία και οι καταγραφές ήταν παράνομες. Εκτός από τον Σαγιά και τον Πιτσιόρλα, οι οποίοι όπως προκύπτει ήταν οι «βασικοί» στόχοι της υπηρεσίας, η ΕΥΠ κατέγραφε τις τηλεφωνικές κλήσεις ενός στελέχους της εταιρείας ΠΙΜΑΝΑ, η οποία εμπλέκεται στην επένδυση του Ναυαγίου, ενός τοπογράφου, μιας υπαλλήλου της Κτηματικής Υπηρεσίας και πολλών ακόμη. Επίσης, ο κοριός καταγράφει και συνομιλία του δημοσιογράφου και εκδότη Αντώνη Δελλατόλα με τον Στέργιο Πιτσιόρλα με αφορμή μια συνάντηση που έπρεπε να γίνει με έναν εκ των επενδυτών της ΠΙΜΑΝΑ.
Για τουλάχιστον δύο μήνες (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2016) μια κλειστή ομάδα επιχειρησιακών παραγόντων της ΕΥΠ έκανε φύλλο και φτερό τα κινητά τηλέφωνα Σαγιά και Πιτσιόρλα. Λίγους μήνες πριν από τις παρακολουθήσεις ο κ. Σαγιάς είχε παραιτηθεί από τη θέση του γ.γ. της κυβέρνησης που του είχε εμπιστευθεί ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ ο κ. Πιτσιόρλας ήταν επικεφαλής στο ΤΑΙΠΕΔ προτού αναβαθμιστεί σε υφυπουργό Ανάπτυξης. Τα όσα αποκαλύπτονται από τα εμπιστευτικά έγγραφα των Αρχών προκαλούν σοκ. Από το περιεχόμενο των συνομιλιών προκύπτει ότι τα δύο πρώην κυβερνητικά στελέχη όχι μόνο «έτρεχαν» την υπόθεση της δήθεν επένδυσης αλλά και ότι σύστηναν δικηγόρους σε στέλεχος της εταιρείας ΠΙΜΑΝΑ προκειμένου να «μην καταλήξουν όλοι φυλακή». Παράλληλα, από το υλικό που συγκεντρώθηκε αποκαλύπτεται ότι και οι δύο γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά μια μεγάλη απάτη, καθώς η κυριότητα της έκτασης δεν ανήκει στον πωλητή, Ιωάννη Χάρο.
Η υπόθεση της «επένδυσης» στο Ναυάγιο της Ζακύνθου έφτασε ακόμη και στη Βουλή κατόπιν ερώτησης την οποία είχαν καταθέσει 30 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προς τον υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη.
Σε αυτήν ανέφεραν ότι τον Μάιο του 2014 η εταιρεία PIMANA S.A., συμφερόντων του εμίρη του Κατάρ, αγόρασε από ιδιώτη έκταση περίπου 15.000 στρεμμάτων στην ορεινή βορειοδυτική Ζάκυνθο πάνω από τη διάσημη παραλία «Ναυάγιο» με σκοπό, κατά δήλωση της εταιρείας, την πραγματοποίηση τουριστικής επένδυσης. «Όταν έγινε γνωστή η διαδικασία αγοραπωλησίας, η Μητρόπολη Ζακύνθου από κοινού με την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Κρημνών, η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, ο Δήμος Ζακύνθου, το ελληνικό Δημόσιο και δεκάδες κάτοικοι της περιοχής προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη (ποινική και αστική) προτάσσοντας δικαιώματα κυριότητας στην επίδικη έκταση. Από τις δικαστικές διαμάχες προκύπτει ότι το συμβόλαιο αγοραπωλησίας συντάχθηκε στη βάση τίτλων κυριότητας που αφορούν σε ενετικό διάταγμα (το οποίο μάλιστα δεν είχε μεταφραστεί) και αποδίδουν στον προκάτοχο του αγοραστή δικαίωμα πατρωνίας (και όχι κυριότητας).
Το 2015 εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απόφαση σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται στην αγοράστρια εταιρεία να προβεί σε οποιαδήποτε νομική και πραγματική μεταβολή της πωληθείσας έκτασης, ενώ παράλληλα έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις για κακουργήματα σε βάρος των εμπλεκομένων στη διαδικασία αγοραπωλησίας… Στη συνέχεια εκδόθηκε το 2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου, η οποία ως προς τη διεκδικούμενη από την Εκκλησία έκταση διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (διορίζοντας πραγματογνώμονες έναν πολιτικό μηχανικό και τον προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ζακύνθου) προκειμένου να συνταχθεί έκθεση συνοδευόμενη από τοπογραφικό διάγραμμα για να προσδιοριστούν η θέση, η έκταση και τα όρια της Μονής και του περιβάλλοντος χώρου.
Λίγες μέρες μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και τον σχηματισμό της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ως υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ο κ. Γεωργιάδης συναντήθηκε με τον πρέσβη του Κατάρ, ο οποίος δήλωσε σε Έλληνες δημοσιογράφους ότι «ανοίγει νέα σελίδα στις σχέσεις με το Κατάρ» και ότι «το project της Ζακύνθου, όπως και αυτό της νήσου Οξειάς που βαλτώνουν τα τελευταία χρόνια λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και δικαστικών περιπετειών θα ξεπαγώσουν άμεσα» (iefimerida, δημοσίευμα 29/7/2019, το οποίο ο υπουργός Ανάπτυξης αναπαρήγαγε στον λογαριασμό του στο Twitter).
Η υπόθεση εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης, όπου, ως προς το αστικό σκέλος, αναμένεται η κατάθεση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και, ως προς το ποινικό σκέλος, αναμένεται η έκδοση βουλεύματος.
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάται ο κ. Υπουργός: