Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Το διήμερο των… ψευδαισθήσεων στη διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης

Συνεχίστηκε στην Πόλη το… θέατρο σκιών αναφορικά με την προοπτική επίτευξης ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας

Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ

Στις συνομιλίες του με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν τον περασμένο Απρίλιο ο απεσταλμένος των ΗΠΑ Στιβ Γουίτκοφ δήλωνε αισιόδοξος για την επίτευξη σύντομα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα έδινε στη Ρωσία πέντε ουκρανικά εδάφη και θα εμπόδιζε τις φιλοδοξίες του Κιέβου για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Τόσο ο Γουίτκοφ όσο και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ που έβλεπε το όνειρό του για ένα Νόμπελ Ειρήνης να πλησιάζει για να γίνει πραγματικότητα, έκαναν λάθος.

Στην Κωνσταντινούπολη αν και ο Πούτιν πρότεινε άμεσες διαπραγματεύσεις, δεν παρευρέθη αυτοπροσώπως στέλνοντας μια «αντιπροσωπεία χαμηλού επιπέδου» , σημάδι πως δεν αντιμετωπίζει «σοβαρά» τις ειρηνευτικές συνομιλίες, με τον παρόντα Βολοντίμιρ Ζελένσκι να μιλάει για «θέατρο» από την πλευρά της Ρωσίας και να την κατηγορεί πως δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται να τερματίσει [τον πόλεμο], πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει αρκετή πολιτική, οικονομική και άλλη πίεση στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Γιατί αποτυγχάνει ο Τραμπ

Οι προσπάθειες του Τραμπ να τερματίσει τον τριετή, πλήρους κλίμακας πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας αποτυγχάνουν επειδή ακριβώς αγνοούν το αίτημα του Πούτιν να «εξαλειφθούν οι βαθύτερες αιτίες» του πολέμου.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει περιγράψει αυτές τις αιτίες ως «τη ναζιστική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ζελένσκι και τους συνεργάτες του», οι οποίοι έχουν ως αποστολή να «εξολοθρεύσουν οτιδήποτε ρωσικό». Στην πραγματικότητα, αυτό ισοδυναμεί με άρνηση παραδοχής της Ουκρανίας ως κυρίαρχου παράγοντα από τη Ρωσία, αμφισβητώντας τη δημοκρατική νομιμότητα του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και παρουσιάζοντας την Ουκρανία ως ένα τεχνητό κράτος-μαριονέτα των ΗΠΑ.

Η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ για ειρηνευτικές συνομιλίες αγνοεί τα επανειλημμένα αιτήματα της Ρωσίας για επίλυση αυτών των «βασικών αιτιών» πριν από την επίτευξη οποιασδήποτε εκεχειρίας, πόσο μάλλον συμφωνίας. Η Ρωσία θα τερματίσει τον πόλεμό της μόνο εάν η Ουκρανία συνθηκολογήσει συμφωνώντας να εγκαταλείψει την ταυτότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της και να γίνει μια μικρή Ρωσία. Και καθώς αυτό είναι απίθανο, μια επιτυχής έκβαση ειρηνευτικών συνομιλιών υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα αποβαίνει πάντα ανέφικτη.

Για να κατανοήσουμε τι εννοεί το Κρεμλίνο με αυτό, πρέπει να εκτιμήσουμε ότι ο Πούτιν ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδεχθεί την Ουκρανία ως κράτος πλήρως ανεξάρτητο από τη Ρωσία και μια ουκρανική ταυτότητα διακριτή από τη ρωσική. Η εμμονή του Πούτιν καθ’ όλη τη διάρκεια του ενός τετάρτου του αιώνα άμεσης και έμμεσης διακυβέρνησής του ήταν να μετατρέψει την Ουκρανία μέσω ήπιας και σκληρής ισχύος σε ένα κράτος-μαριονέτα που θα μοιάζει με αυτό της Λευκορωσίας του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο.
Εδώ βρίσκεται η ουσία των δυσκολιών της κυβέρνησης Τραμπ να συμβιβάσει τον στόχο του Κρεμλίνου για ενσωμάτωση της Ουκρανίας με αυτόν της υπεράσπισης της ταυτότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της.

Οι «ρίζες» του πολέμου

Η Ρωσία διεκδικεί την Κριμαία και το λιμάνι της Σεβαστούπολης από την αρχή της μετασοβιετικής εποχής. Οι περισσότεροι Ρώσοι πολιτικοί, ακόμη και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι αντίθετοι στο αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν (όσοι από αυτούς έχουν απομείνει), υποστήριξαν τον στόχο της Μόσχας για «επανένωση» με αυτές τις περιοχές.
Ακόμη και ο φιλοδυτικός πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν αφιέρωσε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 για να υπογράψει μια συνθήκη που αναγνώριζε τα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία. Το εμπόδιο, άλλωστε, δεν ήταν η Ουκρανία – ο πρόεδρος Λεονίντ Κούτσμα, ο δεύτερος πρόεδρος της ανεξάρτητης Ουκρανίας, εξάλλου δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί αντιρωσικός. Ήταν η Ρωσία.

Το 2014 ο Πούτιν αναφέρθηκε στη νοτιοανατολική Ουκρανία χρησιμοποιώντας τον τσαρικό όρο «Νέα Ρωσία», περιγράφοντας την περιοχή ως «ιστορικά ρωσικά εδάφη» που εσφαλμένα συμπεριελήφθησαν στην Ουκρανία. Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2022, η Μόσχα προσάρτησε τις τέσσερις ουκρανικές περιοχές του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας μετά από δημοψηφίσματα που αμφισβητήθηκαν από τη Δύση.
Η Ρωσία απαιτεί από την Ουκρανία να αναγνωρίσει αυτές τις «πραγματικότητες επιτόπου», αναγνωρίζοντας τις τέσσερις προσαρτημένες περιοχές και την Κριμαία ως ρωσικές — συμπεριλαμβανομένων των εδαφών που εξακολουθεί να κατέχει η Ουκρανία. Ο Πούτιν δήλωσε ότι τα σύνορα «πρέπει να αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη απόφαση των ανθρώπων που ζουν στα εδάφη που ονομάζουμε ιστορικά μας εδάφη». Άλλοι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο ισχυριζόμενοι ότι οι πόλεις Χάρκοβο, Οδησσός, Ντνίπρο και Κίεβο είναι «ρωσικές».Προφανώς αυτά τα αιτήματα δεν μπορούν να γίνουν ποτέ αποδεκτά από τον Ζελένσκι.

Θέλουν την Ουκρανία ως μικρή Ρωσία!

Η ένωση των ανατολικών σλαβικών λαών (Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι) στο πνεύμα της ενότητας της Ρωσίας και η υπεράσπιση των Ρώσων και των ρωσόφωνων υπό την ομπρέλα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ενστάλαξε τον αυτοκρατορικό εθνικισμό στην πολιτική ζωή της Ρωσίας με προεξάρχοντα τον Κύριλλο ως Πατριάρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι το όραμα που ενστερνίστηκε ο Πούτιν αποφασισμένος να μπει στη ρωσική Ιστορία ως ο τελευταίος στο πάνθεον των «συλλεκτών ρωσικών εδαφών», ένας όρος που χρησιμοποιείται για προηγούμενους Ρώσους ηγέτες που έχτισαν τις τσαρικές και σοβιετικές αυτοκρατορίες.

Η ολοκληρωτική εισβολή στην Ουκρανία είναι το πρώτο στάδιο στην ανοικοδόμηση αυτού του οράματος. Ο Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, επικεφαλής της Ρωσικής Εταιρείας Στρατιωτικής Ιστορίας, ο οποίος έγραψε το δοκίμιο του Πούτιν τον Ιούλιο του 2021 για τη ρωσοουκρανική ενότητα -που θεωρείται ευρέως ως η ιδεολογική πραγματεία της εισβολής-, επέμεινε μάλιστα ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες της άνοιξης του 2022 θα έπρεπε να διεξαχθούν στο συμβολικά σημαντικό κυνηγετικό καταφύγιο Μπελοβέζσκαγια Πούτσα, όπου οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι ηγέτες διέλυσαν την ΕΣΣΔ το 1991.

Αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Πούτιν είναι να μετατρέψει την Ουκρανία σε ένα κράτος-μαριονέτα τύπου Λευκορωσίας μέσω της Συμφωνίας του Μινσκ που υπεγράφησαν το 2014 και το 2015 μεταξύ της Ουκρανίας, των «φιλορώσων» αυτονομιστών του Ντονμπάς (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), με την «εγγύηση» της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Οι συμφωνίες αυτές «πάγωσαν» τη σύγκρουση που είχε ξεκινήσει το 2014 μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της ουκρανικής κυβέρνησης με «δυτική» εμπλοκή, η οποία πρόσφερε στη Ρωσία το πρώτο πάτημα για να ενσωματώσει άμεσα την Κριμαία και να αμφισβητήσει το Ντονμπάς ως μέρος της Ουκρανίας.

Όταν οι Ουκρανοί πρόεδροι Πέτρο Ποροσένκο και Βολοντίμιρ Ζελένσκι αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την ερμηνεία αυτών των συμφωνιών από τη Ρωσία, το Κρεμλίνο επέλεξε έναν πόλεμο, πιστεύοντας ότι η Ρωσία θα νικούσε γρήγορα την Ουκρανία επειδή ήταν μια τεχνητή οντότητα και οι μικροί Ρώσοι θα υποδέχονταν τον ρωσικό στρατό ως απελευθερωτικό.
Η Ιστορία και ο χρόνος απέδειξαν πως η Μόσχα, η οποία περίμενε μια σύντομη μάχη, ήταν απροετοίμαστη για την αντίσταση που συνάντησε.

Αυτή είναι η βαθύτερη ρίζα του πολέμου απέναντι στην Ουκρανία, η οποία παραμένει σταθερή τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπως εξάλλου περιγράφεται σε μεγάλο βαθμό από μια ξεχασμένη ανοιχτή επιστολή της 11ης Αυγούστου 2009, την οποία απέστειλε ο Ρώσος τότε πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ στον Ουκρανό ομόλογό του Βίκτορ Γιούσενκο και είναι πανομοιότυπη των απαιτήσεων που θέτουν ακόμη και σήμερα ο Πούτιν, ο Λαβρόφ και Ρώσοι αξιωματούχοι.

Η ανοιχτή επιστολή του Μεντβέντεφ απηχούσε την άποψη για τους Ρώσους και τους Ουκρανούς ως «αδελφούς λαούς» που μοιράζονται κοινή Ιστορία, πολιτισμό και θρησκεία». Οι Ρώσοι κατηγορούν την Ουκρανία για την επιδείνωση των ρωσοουκρανικών σχέσεων, με το Κίεβο να φέρει την ευθύνη που αρνείται να αποδεχθεί ότι είναι μια μικρή Ρωσία. Απαιτήσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν στις ειρηνευτικές συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου.

Τι θέλουν οι Ρώσοι

Ο Πούτιν και οι Ρώσοι αρνούνται ότι η Ρωσία αποτελεί απειλή για την Ουκρανία και ως εκ τούτου διαφωνούν για την ανάγκη ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Καταδικάζουν τις πολιτικές για την ουκρανική γλώσσα, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, καθώς και τις πολιτικές μνήμης, όπως για παράδειγμα ο μεγάλος λιμός του Χολοντόμορ όταν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Ουκρανία εξαιτίας των πολιτικών επιλογών του Στάλιν.

Δηλώνουν σοκαρισμένοι από την ξεχωριστή -από τη ρωσική-Ιστορία της Ουκρανίας, τις «διακρίσεις» κατά της ρωσικής γλώσσας στη δημόσια ζωή, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και την παρέμβαση της κυβέρνησης στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με την κήρυξη του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει επανειλημμένα ως καταδικάσει το «ρατσιστικό καθεστώς του Κιέβου» για την «εξόντωση οτιδήποτε ρωσικού» στους γλωσσικούς, μιντιακούς και πολιτιστικούς τομείς και την απαγόρευση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η επίλυση αυτών των «βασικών αιτιών» παραμένει ως απαίτηση που θα πρέπει να εκπληρωθεί πριν από την επίτευξη οποιασδήποτε ειρηνευτικής συμφωνίας.

Συμφωνία του Μινσκ

Τα σχέδια συνθηκών ειρήνης της Ρωσίας από τις 7 Μαρτίου και τις 15 Απριλίου 2022 περιελάμβαναν παραρτήματα που απαιτούσαν την κατάργηση της ουκρανικής νομοθεσίας που χρονολογείται ήδη από το 1993 σχετικά με το καθεστώς των βετεράνων πολέμου, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, τον πολιτισμό, την κρατική υπηρεσία, τη δικαστική εξουσία, την εκπαίδευση, την ουκρανική γλώσσα, τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ουκρανίας και την αποκομμουνιστικοποίηση. Η απαίτηση της Μόσχας να καταστεί η ρωσική γλώσσα κρατική γλώσσα στην Ουκρανία είναι παρόμοια με την επιβολή της γλώσσας στη Λευκορωσία.

Επόμενος είναι ο στόχος του πολέμου για «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας μέσω της αφαίρεσης του στόχου της ένταξης στο ΝΑΤΟ από το σύνταγμα της χώρας, αντικαθιστώντας τον με «μόνιμη ουδετερότητα», τερματίζοντας τη δυτική στρατιωτική βοήθεια και εκπαίδευση και περιορίζοντας έναν ουκρανικό στρατό σε μια αχνή αντανάκλαση του τρέχοντος μεγέθους του. Η Ουκρανία θα πρέπει επίσης να υποστηρίξει τον τερματισμό των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και να μην επιδιώκει πλέον δικαιοσύνη για τα 153.000 εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Ρωσία, ακυρώνοντας τις αξιώσεις της στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Η απαίτηση του Κρεμλίνου για «εξάλειψη των βαθύτερων αιτιών» του πολέμου αντανακλά μια μακροχρόνια απροθυμία να μη θεωρηθεί η Ουκρανία ως μια πλήρως κυρίαρχη χώρα και, όπως φαίνεται από τις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρωσία επικρατεί μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι η Ουκρανία δεν έχει καμία εξουσία.

Ο Μεντίνσκι εξάλλου που ηγήθηκε της Ρωσικής αποστολής έχει περιγράψει την Ουκρανία ως «κράτος-φάντασμα», ενώ ο Λαβρόφ έχει μιλήσει για «τη χώρα που τώρα ονομάζεται Ουκρανία»υποστηρίζοντας πως υπάρχει μια φιλορωσική ή μικρορωσική ταυτότητα που έχει περιθωριοποιηθεί από μια μικρή κλίκα ριζοσπαστικών εθνικιστών που υποστηρίζονται από τις μαριονέτες των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ, ο πρώην «γκρίζος καρδινάλιος» του προεδρικού γραφείου της Ρωσίας, που είχε καθιερωθεί ως «ο ιδεολόγος του πουτινισμού», αφού υπήρξε ο άνθρωπος που εισήγαγε στο πολιτικό λεξιλόγιο του Ρώσου πρόεδρου τον όρο της «διευθυνόμενης δημοκρατίας», είχε περιγράψει την Ουκρανία ως ένα «τεχνητό οιονεί κράτος» που είχε καταληφθεί από μια «επιθετική μειονότητα» που έστρεψε τους Ουκρανούς εναντίον των Ρώσων.

Η κωλυσιεργία της Ρωσίας πηγάζει από την ισχυρή και αδιαπραγμάτευτη θέση πως θα τερματίσει τον πόλεμό της μόνο εάν η Ουκρανία συνθηκολογήσει και εγκαταλείψει την ταυτότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της για να γίνει η μικρή Ρωσία. Καθώς αυτό είναι απίθανο, μια επιτυχής έκβαση των οποιωνδήποτε ειρηνευτικών συνομιλιών θα αποδεικνύεται μια ψευδαίσθηση, και ως εκ τούτου μια εκεχειρία, πόσο μάλλον μια ειρηνευτική συμφωνία, είναι πιθανό να παραμείνει ανέφικτη.

*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΜΠΑΜ της Κυριακής 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ