Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Το ματωμένο… ταξίμι που πάγωσε τη Λάρισα

Η «τελευταία πενιά» του 21χρονου Γιώργου Βογιατζή παίχτηκε με… 26 μαχαιριές στο κορμί της άτυχης μητέρας του

Των ΤΖΕΝΗΣ ΜΑΡΚΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Λάρισα, 12 Μαΐου 2025. Η οδός Λεωνίδου, μια ήσυχη γειτονιά στο κέντρο της πόλης, μετατράπηκε σε σκηνικό ανείπωτης φρίκης. Μια μητέρα, η 52χρονη Λουίζα Ρίνη, δολοφονημένη από τον ίδιο της τον γιο, τον 21χρονο Γιώργο Βογιατζή, με περισσότερες από 26 μαχαιριές. Ένας καβγάς για χρήματα κλιμακώθηκε σε τραγωδία, αφήνοντας πίσω του έναν παππού (ιερέα) βουτηγμένο στον πόνο, μια οικογένεια διαλυμένη και μια πόλη που ακόμη προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της φρίκης.

Ήταν λίγο πριν από τις 5.00 το πρωί της 12ης Μαΐου 2025 όταν η οδός Λεωνίδου ξύπνησε από κραυγές. «Βοήθεια!», ακούστηκε η φωνή της Λουίζας Ρίνη, πριν σβήσει απότομα μέσα στο ισόγειο διαμέρισμα όπου ζούσε με τον γιο της. «Άκουσα φασαρία και μια γυναικεία κραυγή», περιέγραψε γείτονας στο «Open Τώρα!». Μέσα σε λίγα λεπτά η ζωή της 52χρονης μητέρας είχε τελειώσει, χτυπημένη με μανία 26 φορές (!) από ένα μαχαίρι 10 εκατοστών που κρατούσε ο γιος της, Γιώργος Βογιατζής.

Όπως υποστήριξε στην προανακριτή απολογία του ο 21χρονος μητροκτόνος, είχαν συχνά προστριβές με τη μητέρα του: «Μέναμε μόνοι μας τους τελευταίους περίπου πέντε μήνες σε ισόγεια κατοικία επί της οδού Λεωνίδου στη Λάρισα. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει προ 10ετίας περίπου. Ο πατέρας μου μένει στην Καρδίτσα. Έχω και μια ετεροθαλή αδελφή. Η μητέρα μου εργαζόταν από τις 7.00 το πρωί μέχρι τις 15.00. Μετέβαινε και επέστρεφε με λεωφορείο της εταιρείας. Εγώ αυτή τη στιγμή δεν εργάζομαι. Περιστασιακά εργάζομαι ως μουσικός και συγκεκριμένα παίζω μπουζούκι. Μεταξύ μας κατά καιρούς υπήρχαν προστριβές εξαιτίας της μη εύρεσης μόνιμης εργασίας εκ μέρους μου».

Ο καβγάς, σύμφωνα με την ομολογία του δράστη, ξεκίνησε από οικονομικές διαφωνίες. «Με κατηγόρησε ότι δεν εργάζομαι, ότι είμαι παρτάκιας και δεν συνεισφέρω», είπε ο 21χρονος στην απολογία του. Η ένταση κλιμακώθηκε και ο νεαρός, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, «θόλωσε» εξαιτίας του αλκοόλ που είχε καταναλώσει καθώς και ενός τσιγάρου κάνναβης το οποίο προηγουμένως είχε καπνίσει, και όπως ανέφερε «άρπαξα ένα μαχαίρι με πορτοκαλί λαβή από την κουζίνα και με αυτό χτύπησα τη μητέρα μου στα πλευρά και στην κοιλιά της ενώσω αυτή στεκόταν στον διάδρομο (μικρό χολ) της οικίας μας». Η 52χρονη μητέρα του δέχτηκε 26 μαχαιριές, ενώ 23 από αυτές καταφέρθηκαν μετά τον θάνατό της, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση. Τα αμυντικά τραύματα στα χέρια της μαρτυρούν την απελπισμένη προσπάθεια της γυναίκας να προστατευθεί. Το σώμα της κατέρρευσε στον διάδρομο του σπιτιού, ενώ ο μητροκτόνος, αντί να καλέσει βοήθεια, κλείδωσε την πόρτα και άρχισε να καλύπτει τα ίχνη του.

«Δεν το είχα σχεδιάσει»

Για τις επόμενες 14 ώρες ο Γιώργος Βογιατζής παρέμεινε στο διαμέρισμα, ζώντας δίπλα στο πτώμα της μητέρας του. Στην απολογία του αναφέρει ότι δεν το είχε σχεδιάσει και ότι λίγο μετά άρχισε να καθαρίζει το σπίτι από τα αίματα με μια σφουγγαρίστρα. Στη συνέχεια περιέγραψε τις ενέργειές του μετά το έγκλημα και την προσπάθειά του να καλύψει τα ίχνη. «Τύλιξα το πτώμα της με ένα πάπλωμα και απ’ έξω με μια κουβέρτα. Δεν πίστευα τι είχα κάνει. Βγήκα από το σπίτι το μεσημέρι και μετά από λίγο επέστρεψα», είπε συγκεκριμένα. Όπως περιέγραψε ο 21χρονος μητροκτόνος, σε δύο σακούλες σκουπιδιών έβαλε κάποια πράγματα «που είχαν σχέση με τον φόνο, όπως το μαχαίρι», αφού πρώτα είχε καθαρίσει «τη σφουγγαρίστρα, το κινητό της τηλέφωνο, διάφορα προσωπικά της αντικείμενα» και τα πέταξε σε κοντινό κάδο απορριμμάτων.

Η απόπειρα απόκρυψης

Στη συνέχεια ο Γιώργος Βογιατζής ανέφερε ότι κάλεσε τον ξάδελφό του, χωρίς όμως να του αποκαλύψει τι έχει συμβεί. «Περί ώρα 18.00 κάλεσα τηλεφωνικά τον ξάδελφό μου, με τον οποίο κάνω παρέα και ο οποίος ερχόταν πολύ τακτικά στο σπίτι μας. Του ζήτησα να έρθει στο σπίτι για να πιούμε καφέ. Αυτός μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά. Τον συνάντησα στην κεντρική πλατεία και με τα πόδια πήγαμε στο σπίτι μου. Δεν του ανέφερα τίποτα στη διαδρομή».

Ο ξάδελφος αντικρίζει το πτώμα. Ο μητροκτόνος του ζητάει να τον βοηθήσει να απομακρύνουν το άψυχο σώμα της ίδιας της μητέρας του. «Μόλις μπήκαμε στο σπίτι είδε το πτώμα της μητέρας μου τυλιγμένο, στον διάδρομο. Του πρότεινα να με βοηθήσει να βγάλουμε το πτώμα έξω από το σπίτι και να το αφήσουμε κάπου έξω. Μετά είχα σκεφθεί να καλέσω ασθενοφόρο και την Αστυνομία. Ο Α… είναι αδύναμος και δυσκολευόταν να κρατήσει από τη μια μεριά το πτώμα. Συνεχώς σταματούσαμε καθώς το μεταφέραμε. Το μεταφέραμε λίγα μόνο μέτρα και στην πιλοτή της πολυκατοικίας στη Λεωνίδου, η οποία είναι διαγώνια από τη δική μας, το παρατήσαμε. Βγήκε ένας κύριος στο μπαλκόνι και μας ρώτησε ‘‘τι έχετε εκεί;’’. Του απάντησα πως έχουμε χαλιά» ανέφερε συγκεκριμένα ο μητροκτόνος στην προανακριτή του απολογία.

Ο 21χρονος όπως ισχυρίζεται ομολογεί το έγκλημα στους αστυνομικούς και τους αποκαλύπτει πού πέταξε τα στοιχεία. «Αφήσαμε εκεί το πτώμα και φύγαμε επί της Λεωνίδου με κατεύθυνση την Ηπείρου, με σκοπό να πάρουμε νερό και να επιστρέψουμε. Τότε μας βρήκαν οι αστυνομικοί. Τους ανέφερα ότι σκότωσα τη μητέρα μου. Με πήγαν στο σημείο που είχαμε αφήσει το πτώμα. Τους είπα επίσης και για τα πράγματα που είχα πετάξει στον κάδο και αφού έψαξαν, τα βρήκαν στις σακούλες όπως τα είχα ρίξει», είπε ενώπιον των Αρχών.

«Πότε τελειώνουμε, γιατί είμαι κουρασμένος;»

Ανέκφραστος και ψυχρός στην απολογία του ο κατηγορούμενος…

Κλείνοντας την απολογία του ο καθ’ ομολογίαν δράστης ξεκαθάρισε ότι ο ξάδελφός του δεν έχει καμία εμπλοκή και δηλώνει μεταμέλεια επιμένοντας ότι δεν είναι κακός άνθρωπος: «Ο Α… δεν είχε καμία σχέση με τον φόνο. Μόνος μου το έκανα. Απλά του ζήτησα και με βοήθησε να βγάλουμε το πτώμα από το σπίτι. Έχω μετανιώσει και ζητάω συγγνώμη. Είχα καλές σχέσεις με τη μάνα μου. Την αγαπούσα. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι της έκανα. Δεν είμαι κακός άνθρωπος» .

Παράλληλα, σύμφωνα με τον ιερέα παππού των δύο νεαρών, ο ξάδελφος δεν γνώριζε αρχικά τι είχε συμβεί. «Δεν έφταιγε το παιδί», είπε. «Ο δεύτερος δεν ήξερε, τον κάλεσε για να πετάξουν κάτι πράγματα. Σοκαρισμένος, ο ξάδελφος δέχθηκε να βοηθήσει στη μεταφορά της σορού».

Μετά την απολογία του την περασμένη Παρασκευή ο 21χρονος μητροκτόνος οδηγήθηκε στις φυλακές Βόλου, με σύμφωνη απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα. Ο νεαρός είναι αντιμέτωπος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, αλλά και κατοχή και χρήση ναρκωτικών.
Ο συνήγορός του Χρήστος Τσιάμπαλης δήλωσε στην «Μ» πως θα ζητήσει τη διενέργεια ψυχιατρικής εξέτασης, τονίζοντας ότι ο 21χρονος δεν έχει αντιληφθεί τι ακριβώς έχει κάνει.

Με δύο πρόσωπα

Ποιος ήταν ο Γιώργος Βογιατζής; Οι μαρτυρίες συνθέτουν την εικόνα ενός νεαρού γεμάτου αντιφάσεις. Ταλαντούχος μουσικός, βραβευμένος για το μπουζούκι του, με ένα χαμόγελο που έκρυβε μια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία. «Ήταν χαμογελαστός, αλλά άλλαζε από στιγμή σε στιγμή», δήλωσε ο παππούς του. Οι γείτονες τον περιέγραψαν ως ήσυχο, έναν νεαρό που έβγαζε βόλτα τα σκυλιά του και δεν είχε δώσει καμία αφορμή για σχόλια.

Ωστόσο, ο 21χρονος Βογιατζής ζούσε στα άκρα. «Χαλούσε πολλά λεφτά», αποκάλυψε ο παππούς του. «Όσα έπαιρνε όταν δούλευε, όλα τα ξόδευε. Η Λουίζα του έλεγε να μην ξοδεύει τόσο, γιατί είχαν ανάγκες». Το οικονομικό ήταν το βασικό σημείο τριβής, με τη μητέρα του να τον πιέζει να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού. Πηγές από το περιβάλλον του ανέφεραν ότι δεν είχε σταθερή δουλειά και συχνά απολυόταν λόγω προβλημάτων συμπεριφοράς, όπως πρόσφατα από μια εποχική τουριστική επιχείρηση.

Στην απολογία του ο Βογιατζής σόκαρε με την ψυχραιμία του. «Πότε τελειώνουμε, γιατί είμαι κουρασμένος;», είπε στους αστυνομικούς. Η ψυχρότητά του φάνηκε και αφού σκότωσε την ίδια τη μητέρα του, καθώς όπως αποκάλυψε αποκλειστικά η εκπομπή «Open Τώρα!» ο 21χρονος το απόγευμα μετά τη δολοφονία συναντήθηκε σε καφέ που βρίσκεται σε κεντρικό πεζόδρομο της Λάρισας με τον πατέρα του και ακόμη μία στενή συγγενή του, χωρίς όμως να τους αποκαλύψει κάτι για το φονικό, ενώ λίγο μετά έβγαλε βόλτα τα σκυλιά και κάλεσε τον ξάδελφό του, χωρίς να του αποκαλύψει το έγκλημα.

Ο ξάδελφος

όρους αφέθηκε ελεύθερος μετά την απολογία στον ανακριτή ο 22χρονος ξάδελφος του 21χρονου μητροκτόνου. Υπενθυμίζεται πως ο ξάδελφος κατηγορείται για υπόθαλψη εγκληματία, έχοντας βοηθήσει τον Γιώργο Βογιατζή να μεταφέρουν το πτώμα της 52χρονης μητέρας του. Οι περιοριστικοί όροι αφορούν την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και την παρουσία στο Αστυνομικό Τμήμα Λάρισας κάθε 1η έως 5 του μήνα.

Ο 22χρονος ξάδελφος στην απολογία του αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε συμμετοχή στο έγκλημα. Όπως ανέφερε, βρέθηκε σε κατάσταση σοκ, υπό πίεση και απειλές από τον ξάδελφό του, και δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει άμεσα. Τόνισε, μάλιστα, πως επιθυμούσε να καλέσει τις Αρχές, αλλά τον πρόλαβε ένας γείτονας που αντιλήφθηκε το περιστατικό από τις φωνές του. «Αρνούμαι κατηγορηματικά και στο σύνολό της την αποδιδόμενη σε βάρος του προσώπου μου ανωτέρω αξιόποινη πράξη, στην οποία ουδέποτε προέβην. Από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι εγώ ο ίδιος συνετέλεσα στο να γίνει αντιληπτό το γεγονός λόγω της έντονης αντίδρασής μου που έγινε αντιληπτή από τους γείτονες και έτσι κλήθηκε η Αστυνομία. Μάλιστα, με έμφαση τόνισα ενώπιον των αστυνομικών ότι εγώ ήθελα να καλέσω την Αστυνομία, με πρόλαβε, όμως, ο κύριος από το μπαλκόνι. Κύριο χαρακτηριστικό της όλης μου συμπεριφοράς ήταν το σοκ από την πράξη του ξαδέλφου μου, ο φόβος και η πίεση μέχρι απειλής που μου ασκούσε αυτός και βέβαια ο ελάχιστος χρόνος κατά τον οποίο όλα διαδραματίστηκαν, με συνέπεια να μην έχω γρήγορη σκέψη… Κυριολεκτικά δεν μπόρεσα να αντιδράσω διαφορετικά, παρά μόνο με τις φωνές μου προς τον δράστη για να γίνει αντιληπτό ότι κάτι συνέβαινε και να δράσουν οι περίοικοι», ισχυρίστηκε στην απολογία του ο 22χρονος ξάδελφος.

Πάλευε μόνη

Η 52χρονη Λουίζα Ρίνη ήταν μια γυναίκα που θυσίασε τα πάντα για τον γιο της. Καταγόταν από την Αθήνα, αλλά πέρασε χρόνια στο Αργυροπούλι Τυρνάβου, όπου ο πατέρας της ήταν ιερέας. Χωρισμένη από τον σύζυγό της, χωρίς βοήθεια, μεγάλωσε τον Γιώργο Βογιατζή μόνη της. Εργαζόταν σκληρά τα τελευταία επτά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πριν μετακομίσει στη Λάρισα πριν από τρεις μήνες ελπίζοντας ίσως σε μια νέα αρχή.


Οι γείτονες την περιέγραψαν ως ήσυχη και ευγενική. «Την έβλεπα να βγάζει βόλτα τα σκυλάκια της», ανέφερε κάτοικος της περιοχής. «Ήταν ήρεμη, δεν μπορώ να πιστέψω ότι συνέβη αυτό». Η Λουίζα δεν είχε δώσει ποτέ αφορμή για σχόλια. Ήταν μια μάνα που έκανε τα πάντα για το παιδί της, χωρίς να γνωρίζει ότι η μοίρα της επιφύλασσε ένα τόσο τραγικό τέλος.

Ο παππούς

Η πιο τραγική φιγούρα της υπόθεσης είναι ο παππούς του Γιώργου Βογιατζή, πατέρας της Λουίζας. Πρώην ιερέας, καλείται να αντιμετωπίσει το αδιανόητο: ο εγγονός του δολοφόνησε την κόρη του. «Θέλω να δω τον εγγονό μου, να τον ρωτήσω γιατί; Γιατί το έκανε αυτό;», είπε με σπασμένη φωνή. «Είναι το δεύτερο κορίτσι που χάνω στα 52, πέθανε και η πρώτη μου κόρη πριν από δύο χρόνια». Ο πόνος του είναι ανείπωτος. «Τι να πω, ρε παιδιά, δεν μπορώ να πω τίποτα», ψέλλισε. Περιέγραψε τη Λουίζα ως «ήσυχο κορίτσι» που μεγάλωσε μόνη της το παιδί της.

«Ο εγγονός μου πριν από μερικούς μήνες πήγε να πνίξει τη μητέρα του με ένα μαξιλάρι», λέει στην «Μ» ο ιερέας Λάμπρος Ρίνης, πατέρας της άτυχης Λουίζας

Όπως περιγράφει στην «Μ» ο πατέρας της αδικοχαμένης Λουίζας, ο εγγονός του πριν από 6-7 μήνες έβαλε το μαξιλάρι στο πρόσωπο της μητέρας του και πήγε να την πνίξει. Αυτή έβαλε τις φωνές. Αφορμή ήταν ότι έφτασε πολύ αργά στο σπίτι όπου έμενε με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη και του έκανε παρατήρηση. Η μητέρα του τον κάλυψε και τον υποχρέωσε να πάει σε ψυχίατρο, ο οποίος του έγραψε ισχυρό αντιψυχωσικό φάρμακο, το οποίο όμως δεν έπαιρνε. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος διένεξης μεταξύ του 21χρονου και της άτυχης μητέρας του. Ο ιερέας Λάμπρος Ρίνης εξέφρασε ακόμη το παράπονό του για τη Μητρόπολη Λάρισας, η οποία δεν απέστειλε καν συλλυπητήρια για τη δολοφονία της κόρης του. Το ίδιο είχε κάνει και όταν πέθανε η άλλη του κόρη αλλά και η παπαδιά. «Με εκδικούνται για τα Τέμπη», μας λέει, εννοώντας την παλιά ιστορία που αποκάλυψε ο δημοσιογράφος Μάκης Τριανταφυλλόπουλος με επιτρόπους που έκλεβαν το παγκάρι εκκλησίας.
Ο παππούς μένει μόνος, με τις αναμνήσεις του και έναν πόνο που δεν περιγράφεται. «Φτάσαμε εκεί που φτάσαμε», είπε, ανήμπορος να συλλάβει την καταστροφή.

Η Λάρισα θρηνεί

Η τοπική κοινωνία παραμένει παγωμένη. «Στενοχωρήθηκα, να φεύγει μια μάνα από τα χέρια του γιου της… Ανατρίχιασα», ανέφερε κάτοικος της οδού Λεωνίδου. «Κάποιος πήρε τηλέφωνο, ήρθε η ΔΙ.ΑΣ. και τους μάζεψαν», πρόσθεσε άλλος. Η οικογένεια, που είχε μετακομίσει πρόσφατα, ήταν σχετικά άγνωστη. «Εγώ δύο παιδιά έβλεπα στο σπίτι, δεν ξέρω τι συγγένεια έχουν», είπε γείτονας.

Η κηδεία της Λουίζας Ρίνη, στις 14 Μαΐου 2025, βύθισε την πόλη σε πένθος. Φίλοι, συγγενείς και κάτοικοι αποχαιρέτισαν την 52χρονη, μέσα σε βαρύ κλίμα. Το έγκλημα ξύπνησε μνήμες από άλλη μητροκτονία στη Λάρισα πριν από πέντε χρόνια, ενισχύοντας την αίσθηση φρίκης στην τοπική κοινωνία.

Εύθραυστες σχέσεις

Η μητροκτονία στη Λάρισα δεν είναι απλώς ένα έγκλημα. Είναι μια τραγωδία που αποκαλύπτει τις κρυφές ρωγμές στις οικογενειακές σχέσεις, τις πιέσεις της καθημερινότητας και τη στιγμή που ένας καβγάς γίνεται μη αναστρέψιμος. Ο Γιώργος Βογιατζής, με το μαχαίρι στο χέρι, έσβησε τη ζωή της μητέρας του. Το πάπλωμα στο οποίο τύλιξε το πτώμα της έκρυψε μόνο προσωρινά το έγκλημα, αφήνοντας πίσω μια οικογένεια διαλυμένη και μια πόλη που θρηνεί.

Η ιστορία της Λουίζας Ρίνη και του Γιώργου Βογιατζή είναι μια υπενθύμιση της εύθραυστης γραμμής που χωρίζει την καθημερινότητα από την καταστροφή. Μια μάνα που πάλεψε μόνη, ένας γιος που έχασε τον έλεγχο, ένας παππούς που θρηνεί την κόρη του και την ίδια του την οικογένεια. Η Λάρισα, σιωπηλή, κοιτάζει το διαμέρισμα στην οδό Λεωνίδου και αναρωτιέται: πώς φτάσαμε έως εδώ;

«Υπό καθεστώς σοκ και ψυχολογικής πίεσης…»

ΣΑΡΓΚΑΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ – ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ 22ΧΡΟΝΟΥ ΞΑΔΕΛΦΟΥ

Μιλώντας στην «Μ» ο συνήγορος του 22χρονου ξαδέλφου του μητροκτόνου, Αθανάσιος Σαργκάνης, υπογραμμίζει ότι ο νεαρός άνδρας, που βρέθηκε αιφνιδιαστικά στο περιθώριο μιας αποτρόπαιας πράξης, βίωσε τις εξελίξεις υπό καθεστώς σοκ και ψυχολογικής πίεσης.
«Στο πλαίσιο αυτής της λυπηρότατης υπόθεσης, ο εντολέας μου δικαιώθηκε τελικά, υπό την έννοια ότι του ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της υπόθαλψης και μόνον και αφέθηκε ελεύθερος μετά από την ταλαιπωρία αυτών των ημερών.

Βέβαια αρνούμαστε και την τέλεση αυτής της πράξης και θα το αποδείξουμε στη δίκη που θα ακολουθήσει.

Κάθε ενέργειά του τελέσθηκε σε ελάχιστα λεπτά υπό το κράτος σοκ και απειλητικής πίεσης εκ μέρους του δράστη, που ασκούσε χειριστική επιρροή στον ίδιο.
Δυστυχώς αυτό που διακατέχει ως συναίσθημα τον εντολέα μου είναι η θλίψη του για την αποτρόπαια πράξη του ξαδέλφου του και τον θάνατο της αδελφής της μητέρας του».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ