Live:
Ένα σημαντικό θέμα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες όλες οι γυναίκες και εμείς που συμμετέχουμε στο συνδικαλιστικό κίνημα, είναι η θέση της γυναίκας και στην αγορά εργασίας, οι συνθήκες που επικρατούν και οι στερεότυπες συμπεριφορές.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές πραγματικές βελτιώσεις σε ολόκληρη την ΕΕ στην επιδίωξη της ισότητας των φύλων, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την εργασία, με αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην απασχόληση και προσπάθεια μείωσης του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων.
Είναι όμως αυτό αρκετό;
Η ακόλουθη δήλωση της ΕΟΚΕ (Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή), δίνει μια τρομακτική απάντηση και προβληματίζει: «με τον σημερινό ρυθμό, θα χρειαστούν πάνω από 100 χρόνια για την επίτευξη της ισότητας των φύλων στην ΕΕ» (ΕΟΚΕ, 2019).
Στην Ελλάδα δε, οι εργαζόμενες γυναίκες τείνουν να :
Οι διαφορές οφείλονται τόσο σε λανθασμένα πρότυπα για τους ρόλους των φύλων όσο και σε οικονομικά κίνητρα.
Το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως μεγάλο και μόνο εν μέρει μπορεί να αποδοθεί σε ευθύνες οικογενειακής φροντίδας. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις και πριν την απόκτηση παιδιών, επειδή απλά, μερίδα ανδρών σε διευθυντικές θέσεις θεωρούν τις γυναίκες λιγότερο ικανές ή απλά προτιμούν να αλληλεπιδρούν με άνδρες στον χώρο εργασίας.
H συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν είναι απλά χαμηλότερη από εκείνη των ανδρών, είναι η χαμηλότερη ανάμεσα σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας μειώνει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας καθώς το μέσο μορφωτικό επίπεδο των γυναικών που δεν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας είναι υψηλό. Η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και η αύξηση του ποσοστού απασχόλησής τους θα συνέβαλλε καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη και στην υπέρβαση της νέας οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα στην μετά covid εποχή και στις επιπλέον επιπτώσεις που θα φέρει στην παγκόσμια οικονομία.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, δηλαδή της μεροληψίας εις βάρος των γυναικών πριν την απόκτηση παιδιών και της απώλειας θέσης και δεξιοτήτων μετά την τεκνοποίηση, σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους. Πέραν της κοινωνικής αδικίας που αυτό συνεπάγεται, υπάρχει και το οικονομικό κόστος ότι σημαντικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας παραμένει αναξιοποίητο[2].
Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών, ακόμα και στους χώρους εργασίας, αντικατοπτρίζει μία θλιβερή πραγματικότητα.
Η ανισότητας των φύλων ως αιτία έχει σαν συνέπεια την βία κατά των γυναικών. Η βία στην εργασία είναι διαδεδομένη, αχαρτογράφητη, σοβαρή και ανεπαρκώς καταγγελλόμενη, καθώς δεν υπάρχουν ούτε επαρκή στοιχεία 3 για την έκταση του φαινομένου, αλλά ούτε ένα ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο όπου θα έδινε την δυνατότητα με τα κατάλληλα εργαλεία, όπως είναι η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που αποτελεί εργαλείο για την πρόληψη και καταπολέμηση του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών, αλλά και η κύρωση της Διεθνής Σύμβασης Εργασίας 190, για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας, εις βάρος αντρών και γυναικών, η οποία υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας την 21/6/2019 και η 18μηνη προθεσμία για την υποβολή της στα Εθνικά Κοινοβούλια εξέπνευσε την 21/12/2020.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τί ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, τόσο στην υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών, στην εξάλειψη της βίας αλλά και στην προώθηση ουσιαστικής ισότητας των φύλων στην εργασία, μέσα από την ενεργή συμμετοχή των γυναικών σε αυτά αλλά και στην ανάδειξή τους στα συνδικαλιστικά όργανα εκπροσώπησης και λήψης αποφάσεων.
Η έρευνα που διενεργεί σε ετήσια βάση η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) καταγράφει μείωση των εγγεγραμμένων μελών στα σωματεία, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι η συμμετοχή των γυναικών – συγκριτικά με εκείνη των ανδρών – έχει αυξηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια.
Στην Ελλάδα, η υπο εκπροσώπηση των γυναικών στα όργανα αυτά αναδεικνύει το γεγονός ότι ο συνδικαλισμός στην χώρα μας είναι ως επί το πλείστον ένα αντρικό προνόμιο. Η μικρή παρουσία των γυναικών σε ηγετικές θέσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις κατατάσσει την Ελλάδα στην «ομάδα χωρών με το χαμηλότερο δείκτη συνδικαλισμού των γυναικών».[3]
Σε μια κρίσιμη, λοιπόν, περίοδο για τους δείκτες συμμετοχής στα συνδικάτα στην Ευρώπη, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών αναδεικνύει την καθοριστική τους συμβολή για την προοπτική ανανέωσης του Συνδικαλιστικού Κινήματος και ότι αυτό συνεπάγεται στην προώθηση ουσιαστικής ισότητας των Φύλων.
Το σίγουρο είναι ότι εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια πιο ισχυρή, δίκαιη και ενωμένη Ευρώπη πρέπει να δουλέψουμε – και μέσα από τα συνδικάτα περισσότερο ακόμα – για να εξαλείψουμε τις ανισότητες.
Τα συνδικάτα (και εμείς μέσω των συνδικάτων) να επικεντρωθούμε ακόμα περισσότερο:
Η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας θα φέρει ένα ίσο και δίκαιο μέλλον.
Γούλα Δώρα, Γεν. Γραμματέας Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Καρδίτσας
[1] Δείκτης Ισότητας των Φύλων 2019, Ελλάδα (https://eige.europa.eu/publications/gender-equality-index-2020-greece )
[2] Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, σελ 81.
4 Γιώργος Κουζής, Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος: αποκλίσεις και συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό χωρο, Gutenberg, Αθήνα 2007.