5:21 Κυριακή 12 Μαΐου 2024
eReportaz

Live:

Γιαγιά από την Ευρυτανία έγινε μετανάστρια στα 95!

Γιαγιά από την Ευρυτανία έγινε μετανάστρια στα 95!
Η 95χρονη Ελένη Χολέβα, από το χωριό Μουζίλο της Ευρυτανίας, ίσως να ‘ναι η μεγαλύτερη σε ηλικία Ελληνίδα που εγκατέλειψε τον τόπο και μετανάστευσε στη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ. Όταν πριν χρόνια τα παιδιά της, ο Κώστας, ο Γιάννης, η Κατερίνα, έφυγαν για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική, εκείνη έμεινε πίσω με το γέροντα.
Του ‘λεγε: «Να πάω κι εγώ;» Της απαντούσε: «Τον κακό σου τον καιρό, κάτσ’ εδώ που ‘σαι». Του ξανάλεγε: «Μία εβδομάδα θα πααίνω στο ένα μου παιδί, μια στο άλλο και μια στο τρίτο μου παιδί». Ξανά: «Τον κακό σου τον καιρό».
Έφυγε ο γέροντας απ’ τη ζωή και τα παιδιά την πήραν μαζί τους. «Στο Καρπενήσι δεν έχω κανέναν. Ντιπ, πάνε όλοι», λέει η γιαγιά που ήξερε μια ζωή να δουλεύει. Παιδί έπαιρνε το μουλάρι, έδενε τα δοχεία με το γάλα απ’ τις κατσίκες και το πούλαγε στους τουρίστες που επισκέπτονταν το χωριό.
«Έδειχνα στον πατέρα μου τα λεφτά που έπαιρνα και μου ‘λεγε: Ασ’ τα κι ας βρίσκονται».
Πώς θα μπορούσε να ζήσει η γιαγιά κλεισμένη σ’ ένα σπίτι; Είδε κι απόειδε ο γιος της ο Κώστας Χολέβας και για χάρη της «μετακόμισε» το χωριό στη Βόρεια Καρολίνα. Της έφτιαξε μια στάνη τριάντα στρεμμάτων με κατσίκες, πρόβατα και κότες και την ονόμασε «Φάρμα Μουζίλο».
Η γιαγιά λες και ξαναγεννήθηκε.
«Πού να ‘βρω τέτοιο καλό στην Ελλάδα; Αν το ‘χα αυτό το καλό που ‘χω εδώ, θα γέραγα; Δε θα γέραγα. Εκατόν πενήντα χρόνια θα πάγαινα με το νερό και τον αέρα που ‘χει. Εδώ είναι άλλος τόπος, άλλος κόσμος. Γλώσσα δε ξέρω να κρίνω. Κουβεντιάζω μόνον με τους Ελληνες και τα παιδιά μου».
Όλες τις δουλειές με τη μαγκούρα τις κάνει. Της φωνάζει το παιδί της να ξεκουράζεται, η νύφη της το ίδιο. Αγύριστο το κεφάλι. «Άμα δε με πονάγανε τα γόνατα θα ‘φτανα μπροστά απ’ αυτούς στη δουλειά, αλλά τώρα δε μπορώ, τώρα με περιποιούνται. Γεννάνε δυο φορές τα κατσίκια, αλλά δεν το θέλουν το γάλα τούτο, θέλουν το γάλα που ‘ναι εδώ, της Αμερικής».
Σταυροκοπιέται, κοιτάζει στον ουρανό και λέει: «Τις κότες, να ‘χα τις κότες που γεννάνε εδώ, θε να ‘μουν πλούσια εκεί. Δόξα τω Θεώ και την Παναγιά, τίποτες άλλο δε θέλω».
«Μου λέει ο γιος μου, να σε πάρω, μάνα, να πάμε. Όχι, δε θέλω. Ασε με ‘δω που ‘μαι. Τότε ήμουν νιότερη, πάγαινα κι ερχόμουν, αλλά τώρα έχει ταλαιπωρία, γεράματα. Πέρασαν τα χρόνια, δε μπορώ. Θα βρω και το νερό, θα βρω και τον καφέ, θα με νίψουν, θα με πλύνουν, πλυμμένη είμαι, μ’ έχουν κάθε μέρα, αλλά τα ποδάρια μου ποιος θα τα φτιάξει στο Καρπενήσι;»
Την παρακολουθώ να τραβάει το κλωνάρι από ένα δέντρο, να φωνάζει τις κατσίκες να φάνε και ακούω την Ελλάδα που χάνεται. Οχι μόνον αυτήν που σκορπά τους νέους για δουλειά, στο από δω κι από κει του πλανήτη, αλλά τη χώρα όπου παραβιάστηκε και η πλέον τρυφερή «συμμαχία» των παλιών με τους νέους. Τη χώρα όπου πια στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει η γιαγιά δίπλα στο τζάκι που ‘χει κοντά το εγγόνι και αφηγείται ιστορίες.
Η γιαγιά πίνει ένα κρασάκι που την τρατάρει η εγγονή της και η ψυχή της γαληνεύει. «Μου αρέσει που έχω τη γιαγιά εδώ, την αγαπώ πολύ, μαθαίνω κι εγώ απ’ τις δουλειές που κάνει. Παγαίνω πέρα δώθε και μιλάμε όπως στα χωριά».
Η εγγονή της η Ελένη μιλά ελληνικά με αμερικανική προφορά, ανεκτίμητα μπερδεμένη με αυτήν από το χωριό Μουζίλο. Ναι, ανεκτίμητο. «Θες βοήθεια γιαγιά; Οϊ δε θέλω. Γιαγιά, να το κάνουμε μαζί. Οϊ, δεν ξέρεις πώς να το κάνεις»…
Κάποτε στα χωριά τούτης της χώρας που μάλλον σε λίγο θα ‘ναι έρημα (πολλά ήδη είναι), μια ξεχωριστή γνώση γεννήθηκε που δεν τη βρίσκεις σε κανένα σχολειό: την ξεγέννησε μαία και την έθρεψαν οι κακουχίες αλλοτινών χρόνων.
Άντεξε και μεταδόθηκε από γιαγιάδες και παππούδες στα εγγόνια τους.
Κάποτε, στα έρημα χωριά αυτού του τόπου, παλιές ιστορίες να διηγηθεί κανείς δε θα υπάρχει. Ούτε και γιαγιάδες να μονολογούν: «Ντιπ, πάνε όλοι…».
Πηγή: Ελευθεροτυπία

Ροή Ειδήσεων

Διαβάστε ακόμη

Top News

     

Kάνε εγγραφή στο newsletter eReportaz

Ενημερώσου πρώτος με τα τελευταία νέα στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Συνδέσου μαζί μας