0:36 Πέμπτη 9 Μαΐου 2024
eReportaz

Live:

Ποιοι είναι οι λόγοι που οι τιμές παραμένουν στα ύψη

Ποιοι είναι οι λόγοι που οι τιμές παραμένουν στα ύψη

Γράφει ο Νίκος Ανδριόπουλος

Κάθε ρεκόρ καταρρίπτουν οι αυξήσεις στις τιμές τροφίμων στην αγορά, την ώρα που μισθοί και συντάξεις έχουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποκτήσει μία εξέχουσα θέση στην προκρούστεια κλίνη.

Η έρευνα των «Αντιποίνων» γύρω από τους λόγους που οι τιμές στην αγορά τροφίμων και ιδιαιτέρως στα ράφια των σούπερ μάρκετ και των μεγάλων αλυσίδων όχι μόνο δεν πέφτουν αλλά συνεχίζουν ακάθεκτες την ανοδική τους πορεία, δεν περιορίζεται στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τα κόστη μεταφοράς και το ενεργειακό κόστος. Για πρώτη φορά, έρχονται στο φως της δημοσιότητας πτυχές και παθογένειες του εμπορίου τροφίμων από τους μεγάλους «παίχτες» του χώρου, οι οποίες συνήθως μέχρι τώρα έμεναν στην αφάνεια, αφήνοντας στη θέση τους διαφημιστικές καμπάνιες εκατομμυρίων και… υπερπροσφορές «μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων».

Την ώρα που οι ετήσιες αποδοχές κατά μέσο όρο και συνυπολογίζοντας τις φορολογικές επιβαρύνσεις, έχουν μειωθεί σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και πάνω από 50% και η ανεργία καλπάζει στο 30%, οι τιμές των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ παρουσιάζουν μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αυξήσεις κοντά στο 10%. Ικανοποιητικές απαντήσεις στα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν μπορεί να δώσει η εξέταση ολόκληρης της διαδικασίας συναλλαγής, από τη στιγμή που το προϊόν δηλαδή ξεκινά να παράγεται μέχρι να φτάσει στο ράφι της αλυσίδες λιανεμπορίου.

Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η σχέση βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών και οργανωμένου λιανεμπορίου είναι μία σχέση που πέρασε από τη φάση της αγαστής συνεργασίας τις περασμένες δεκαετίες στη φάση του καταναγκασμού και της αποδοχής από τη βιομηχανία του οργανωμένου λιανεμπορίου ως αναγκαίο κακό.

Οι λόγοι που συνέβαλαν σε αυτή την αλλαγή συσχετισμών είναι πολλοί και εντοπίζονται κυρίως στις πολιτικές που αποφάσισαν να ακολουθήσουν οι κολοσσοί που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο μέσος όρος ύψους των διάφορων παροχών από τη βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών προς το οργανωμένο λιανεμπόριο πλησιάζει το 50% στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων. Εάν δηλαδή ένα προϊόν στο ράφι πουλιέται 5 ευρώ, τα 2,5 ευρώ μένουν στην αλυσίδα.

Οι παροχές αυτές, οι οποίες πλέον λειτουργούν ως αγχόνη της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών και οι οποίες αποτελούν βασική προϋπόθεση για να μπει ένα προϊόν στην αγορά, συνίστανται σε ειδικά κονδύλια για να «δεχθεί» η αλυσίδα να βάλει το προϊόν στο ράφι, στο κόστος διακίνησης των προϊόντων στα επιμέρους καταστήματα και στο κόστος καταχώρησης των προϊόντων σε διαφημιστικά φυλλάδια και προωθητικές ενέργειες αμφιβόλου αποτελέσματος. Επισφράγισμα των κοστοβόρων παροχών αυτών, είναι η πάγια τακτική αλυσίδων να στέλνουν στο τέλος κάθε έτους πιστωτικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς τους προμηθευτές, με τα οποία ουσιαστικά πετυχαίνουν εκ των υστέρων έκπτωση παρά την όποια αρχική συμφωνία είχαν συνάψει.

Η αντικειμενική δυσκολία μείωσης του κόστους παραγωγής των προϊόντων, η οποία καθίσταται πλέον ουτοπική δεδομένων των συνθηκών οικονομικής κρίσης, την ώρα που όλες οι προαναφερθείσες παροχές ελαχιστοποιούν το περιθώριο κέρδους, έχουν ως αποτέλεσμα την οικονομική ασφυξία της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών και κυρίως των μικροπαραγωγών.

Αν σε αυτά συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι λόγω της ανύπαρκτης τραπεζικής ρευστότητας οι παραγωγοί αναγκάζονται να προμηθεύονται τις πρώτες ύλες τοις μετρητοίς, ενώ όσες αλυσίδες δεν έχουν κηρύξει άτυπα στάση πληρωμών προς τους προμηθευτές, τους αποπληρώνουν κατά μέσο όρο σε βάθος πενταμήνου, αντιλαμβάνεται κανείς την γκιλοτίνα που καραδοκεί πάνω από τα κεφάλια των βιομηχανιών καταναλωτικών προϊόντων.

Δεν ισχύει ωστόσο κάτι τέτοιο και για τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που πλέον προσελκύουν το 60% των λιανικών πωλήσεων στην Ελλάδα και οι οποίες βλέπουν το κόστος αγοράς των προϊόντων να συρρικνώνεται εξαιτίας των κατά πολλούς εκβιαστικών μεθόδων που ακολουθούνται. Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερα συνοικιακά καταστήματα βάζουν λουκέτο, οδηγώντας τους καταναλωτές αναγκαστικά στις αλυσίδες που ούτως ή άλλως έχουν εξασφαλίσει ανταγωνιστικότερες τιμές, οι οποίες ωστόσο, με εξαίρεση τις όποιες πολυδιαφημισμένες προσφορές, δεν μετακυλύονται στο τελικό κόστος προς όφελος του καταναλωτή.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για ορισμένα βασικά αγαθά. Την ώρα που η χώρα έχει χάσει κοντά στο 30% του ΑΕΠ της και ένας στους τρεις μισθούς είναι κοντά στα 500 ευρώ, η ζάχαρη πωλείται κατά 21,53% ακριβότερα σε σχέση με το 2008, πριν ξεκινήσει η οικονομική κρίση, το ρύζι κατά 13,85%, τα αυγά κατά 19,05%, το αλάτι 6,38% και τα προϊόντα σοκολάτας κατά 10,86%.

Την ίδια ώρα, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, δηλαδή τα υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομικών που έχουν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των μεταρρυθμίσεων και των περικοπών, δεν έχουν επιδείξει καμία σημασία στην πραγματική και αναλογική μείωση των τιμών των προϊόντων, ώστε να αποτραπούν τα σημερινά φαινόμενα. Αντιθέτως, η επιδεικτική τους αδιαφορία αφήνει πεδίο δόξης λαμπρό στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για τη δημιουργία ολιγοπωλιακής αγοράς και κάνοντας κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν σφίγγουν καθημερινά την αγχόνη στους λαιμούς προμηθευτών και καταναλωτών.

Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος του περιοδικού «Αντίποινα» στις 21/05/2014

Ροή Ειδήσεων

Διαβάστε ακόμη

Top News

      

Kάνε εγγραφή στο newsletter eReportaz

Ενημερώσου πρώτος με τα τελευταία νέα στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Συνδέσου μαζί μας