Live:
Σχετικά με την υπόθεση της καθαρίστριας που καταδικάστηκε για πλαστογράφηση απολυτηρίου δημοτικού γράφει ο δικηγόρος Αθηνών Κων/νος Γώγος:
Έχουμε γίνει μάρτυρες της τελευταίες ημέρες της είδησης της καταδίκης καθαρίστριας σε ποινή καθείρξεως ύψους δέκα ετών από Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Είδηση η οποία έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη σε σημείο μάλιστα να υπάρχουν ήδη σωρεία δηλώσεων και ανακοινώσεων από νομικούς, δικαστικούς και εισαγγελικούς κύκλους. Ήδη δε υπάρχουν φωνές για άμεση κατάργηση του, όπως αναφέρουν, απαρχαιωμένου Ν. 1608/1950.
Ωστόσο, εύκολα θα αναρωτηθεί κανείς αν όντως το ζήτημα είναι να παύσει να ισχύει ένας νόμος ο οποίος επιβάλλει ποινές καθείρξεως σε καταχραστές κατά του Δημοσίου (;), ή αν όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε μη ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο ορθό νομικό κανόνα.
Σύμφωνα, με το άρθρο 386 ΠΚ:
Παράλληλα, στο Ν. 1608/1950 ορίζεται:
Καθίσταται επομένως σαφές πως ένα εκ των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω αδικήματος είναι η αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους και συγκεκριμένα στην ειδικότερη περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει ζημία του Δημοσίου.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να προσδιορίσουμε ποιο είναι το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισε η κατηγορουμένη, αφού το μόνο ποσό το οποίο ελάμβανε από το Δημόσιο ήταν αποκλειστικά και μόνον ο μισθός της. Επομένως, ποια είναι η ζημία του Δημοσίου με την καταβολή του μισθού της καθαρίστριας αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε η αντίστοιχη αντιπαροχή της σε εργασία; Εργασία δε για την οποία αντικειμενικά πληρούσε τις προϋποθέσεις και παρείχε ανελλιπώς στο Δημόσιο.
Δεύτερον, στη θέση της κατηγορουμένης ούτως ή άλλως θα βρισκόταν κάποια άλλη καθαρίστρια, αφού η θέση ήταν εντός των στόχων του Δημοσίου. Επομένως, το Δημόσιο σε κάθε περίπτωση θα κατέβαλλε το μισθό καθαρίστριας αν όχι στη συγκεκριμένη κατηγορουμένη σε κάποια άλλη. Επομένως, πως ζημιώθηκε το Δημόσιο αφού ούτως ή άλλως θα κατέβαλλε το συγκεκριμένο ποσό;
Από εκεί και πέρα τουλάχιστον όσον αφορά την ταπεινή άποψη του συντάκτη το συγκεκριμένο αδίκημα της απάτης κατά του Δημοσίου αν ήθελε υποτεθεί ότι τελέστηκε αυτό έγινε μία φορά στιγμιαία κατά την προσκόμιση του απολυτηρίου κατά την διαδικασία της προσλήψεως. Σε καμία περίπτωση η ψευδής παράσταση κατά του Δημοσίου δεν επαναλαμβανόταν κάθε φορά που λάμβανε το μισθό της. Άλλωστε, δε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι κάθε φορά που ελάμβανε το μισθό της επιδείκνυε το πλαστό της απολυτήριο. Σε κάθε περίπτωση η σκέψη ότι το συγκεκριμένο αδίκημα είναι διαρκές δημιουργεί το αποτέλεσμα να θεωρούμε ότι αυτό συνεχίζει και τελείται εσαεί. Εύλογα επομένως θα πρέπει να αναρωτηθούμε πως είναι δυνατόν να έχουμε αδίκημα στο δικό μας δικονομικό σύστημα το οποίο να άρχεται κάποτε και τελείται εσαεί.
Πότε επομένως άρχεται η παραγραφή; Στην επίδικη υπόθεση λοιπόν αν ήθελε υποτεθεί ότι τελέσθηκε το αδίκημα της απάτης κατά του Δημοσίου, αυτό τελέσθηκε άπαξ το 1996 με τη κατάθεση του πλαστού απολυτηρίου. Επομένως, το αδίκημα κατά την εκδίκαση της υποθέσεως είχε ήδη παραγραφεί.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι ο συγκεκριμένος νόμος αφορά τους καταχραστές του Δημοσίου και η επαπειλούμενη ποινή ορίζεται ως η ισόβια κάθειρξη. Η συζήτηση επομένως περί κατάργησής του θα πρέπει να μας θέσει προβληματισμό ως προς τους ποιους θα ωφελούσε μία τέτοια ενέργεια. Σαφώς και η τροποποίησή του είναι επιβεβλημένη προκειμένου να εναρμονισθεί με την αρχή της αναλογικότητας, η κατάργησή του ωστόσο θα αφήσει ένα μεγάλο κενό στη προσπάθεια του νομικού συστήματος κατά των καταχραστών του Δημοσίου.